ἀγώνισμα

From LSJ
Revision as of 11:46, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγώνισμα Medium diacritics: ἀγώνισμα Low diacritics: αγώνισμα Capitals: ΑΓΩΝΙΣΜΑ
Transliteration A: agṓnisma Transliteration B: agōnisma Transliteration C: agonisma Beta Code: a)gw/nisma

English (LSJ)

τό,

   A contest, conflict: in pl., deeds done in battle, brave deeds, Hdt.8.76; feats of horsemanship, X.Eq.Mag.3.5; ἀ. κατὰ τὰ ἆθλα CIG 2741.    2 in sg., feat, achievement, ἀ. τινος a feather in his cap, Th.8.12, cf. 17: c. inf., Id.7.59,86; ξυνέσεως ἀ. prize of sagacity, Id.3.82; ἀρᾶς ἀ. issue of the curse, E.Ph.1355.    II ἀ. ποιεῖσθαί τι make it an object to strive for, Hdt.1.140; οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc.Im.12.    III that with which one contends, declamation, ἀ. ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22; of plays, Arist.Po.1451b37.    IV in Law, plea, Antipho 5.36, Lys.13.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνισμα: τό, πάλη, ἅμιλλα, συμπλοκή, ἀγών· ἐν τῷ πληθ., ἔργα γενόμενα ἐν μάχῃ, γενναῖαι πράξεις, Ἡρόδ. 8. 76· ἐπιτυχεῖς ἐπιδείξεις ἐν τῇ ἱππασίᾳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3.5, ἀγ. κατὰ τὰ ἆθλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἀγωνίσματα ποιεῖν, κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, ἐπὶ δραματικῶν ποιητῶν, Ἀριστ. ποιητ. 9. 11. 2) ἑνικῶς, ἀγ. τινός, κατόρθωμά τινος, ἐφ’ ᾧ δύναται νὰ σεμνύνηται, Θουκ. 8.12, πρβλ. 17., 7. 56, 59, 86· ξυνέσεως ἀγώνισμα, ἐπιτυχὲς κατόρθωμα εὐφυΐας, ὁ αὐτ. 3. 82· ἀρᾶς ἀγ., τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ καρπὸς τῆς κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1355. ΙΙ. ἀγ. ποιεῖσθαί τι, τὸ νὰ καταστήσῃ τις πρᾶγμά τι ὡς τὸ μέλημα τῶν ἀγώνων αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1355· οὐ μικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάτεις, Λουκ. Εἰκ. 12. ΙΙΙ. ἐκεῖνο, μεθ’ οὗ τις κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα, δηλ. ῥητορικὸν γύμνασμα πρὸς ἐπίδειξιν πρόσκαιρον ἢ διαγωνισμόν, ἀγ. ἐς τὸ παραχρῆμα, Θουκ. 1. 22. IV. ἡ βάσις ἢ τὸ ἐπιχείρημα, ἐφ’ οὗ ὑπόθεσίς τις στηρίζεται, Ἀντιφῶν 133.34, Λυσ. 137. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 exploit, haut fait;
2 objet de lutte ; objet d’une contestation ; fondement d’une cause;
3 prix de la lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1certamen, competición νικῶν τῷ καλλίστῳ ... ἐν ἀνθρώποις ἀγωνίσματι X.Hier.11.7, cf. IAphrodisias 3.50.21 (II d.C.), τὸ τελεώτατον τῶν ἀγωνισμάτων quizá ref. al pancracio IAphrodisias 3.72.29 (III d.C.), τὸ τῶν σαλ[πιγκτ] ῶν PAgon.7.10 (III d.C.), ἐς ζήλωμα καὶ ἐς ἀ. πολλῶν προῆλθεν D.C.59.5.5, cf. Aristid.Or.2.2, 24.3.
2 acción de guerra, combate, escaramuza Hdt.8.76, X.Eq.Mag.3.5, Eq.11.13, Plb.1.58.1
fig. de la Fortuna, Plb.1.4.5, ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ Pamph.Mon.Soter.75.
3 causa judicial X.Cyr.8.2.27.
II 1hazaña, proeza Th.3.82, 7.59, 86
triunfo ὅστις τῶν τοιούτων ἐπιθυμέει ἀγωνισμάτων Hp.Prorrh.2.2, μὴ Ἄγιδος τὸ ἀγώνισμα τοῦτο γενέσθαι que ese triunfo no fuera para Agis Th.8.12, cf. Aristid.Or.47.1, Fauorin.De Ex.15.2.
2 pieza de concurso κτῆμα ἐς ἀεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22
representación Arist.Po.1451b37
exhibición, espectáculo Plb.3.31.12, Ael.VH 2.30, Hsch.s.u. ἀγωνίσματα.
3 punto central de discusión en un juicio, Antipho 5.36, Lys.13.77.
III 1objeto, fin por el que se contiende ἀ. ἡμῶν ... διττῶν ἀρετῶν δεῖται Gorg.B 8, ἀ. ποιεῖσθαι convertir algo en meta, designio Hdt.1.140, οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc.Im.12.
2 premio Th.3.82, λαβεῖν τ' ἀγώνισμ' ἄξιόν τι τῆς ὁδοῦ Ar.Ra.284
fig. ἀ. ἀρᾶς el premio, el resultado de la maldición E.Ph.1355.
IV cuidado, diligencia Sud.