δίυγρος
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
ον,
A washed out, pale, δ. τὴν εἰδέην Hp.Int.43 (A.Th.990 is corrupt). 2 of a melting glance, νεῦμα δ. AP12.68.7 (Mel.). II liquid, moist, Arist.Pr.887b25; ἀναθυμίασις Porph. Sent.29; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. Eus.PE3.11; τὸ δ. τῆς ὕλης Jul.Or.5.165d; πνεῦμα Iamb.Myst.4.13; watery, αἷμα Steph. in Hp. 1.132 D.
German (Pape)
[Seite 644] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Uebertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.
Greek (Liddell-Scott)
δίυγρος: -ον, ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ χωρίον Αἰσχύλ. Θήβ. 985 εἶναι ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ βλέμμα τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. ὑγρός ΙΙ. 5. ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui imprègne d’humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.
Étymologie: διά, ὑγρός.
Spanish (DGE)
-ον
completamente húmedo, muy húmedo, empapado χροιή Hp.Int.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.Pr.887b25, στόμα Aret.SA 1.5, ἔδαφος Thphr.CP 2.4.1, γῆ Thphr.CP 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.Fr.359.104, ἀναθυμίασις δ. exhalación húmeda Porph.Sent.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia Iul.Or.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo Iambl.Myst.4.13, cf. Vett.Val.386.24
•fluido, muy líquido αἷμα Steph.in Hp.Progn.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398
•fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos, AP 12.68 (Mel.).