ἀκροβυστία
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
ἡ,
A foreskin, LXX Ge.17.11, al., Ph.Fr.49 H., Act.Ap.11.3. II state of having the foreskin, uncircumcision, Ep.Rom.2.25, etc. 2 collect., the uncircumcised, ib.2.26, 3.30, etc. (Prob. from ἄκρος and a Semitic root, cf. Bab. buśtu 'pudenda', Heb. bōsheth 'shame': wrongly derived from ἄκρος, βύω by EM53.48.)
German (Pape)
[Seite 83] ἡ, Vorhaut, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβυστία: ἡ, ἡ ἄκρα τοῦ δέρματος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδίου, Λατ. praeputium, Ἑβδ., Πράξ. Ἀπ. ια΄, 3. ΙΙ. ἡ κατάστασις τοῦ ἔχοντος τὴν ἀκροβυστίαν, τὸ ἀπερίτμητον εἶναι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β´, 25, κτλ. 2) περιληπτ., ἡ ἀκροβυστία, οἱ μὴ περιτετμημένοι, αὐτόθι β´, 26., γ´, 30, κτλ. (Λέξις ἄγνωστος τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν, οἵτινες ἔλεγον ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον ἐκ τοῦ πόσθη· ὥστε εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἑλληνισταὶ τὴν πόσθην μετέβαλον εἰς βύστην καὶ οὕτως ἐσχηματίσθη ἡ ἀκροβυστία ἀντὶ τοῦ ἀκροποσθία).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prépuce.
Étymologie: ἀκρόβυστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 prepucio LXX Ge.17.11, Ph.Fr.49.
2 incircuncisión, condición de incircunciso e.e. de no judío, de gentil op. περιτομή Ep.Rom.2.25
•como colect. ἐὰν ... ἡ ἀ. τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ Ep.Rom.2.26, cf. Hippol.Haer.5.26.27.