ἅτε
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
properly acc. pl. neut. of ὅστε (as in Il.11.779, 22.127). I just as, as if, so as, ἅ. σήριον ἄστρον prob. in Alcm.23.62, cf. Pi.O.1.2, P.4.30, Hdt.5.85, S.Aj.168 (lyr., s. v. l.); τιμᾶν τινα ἅ. ἱερόφαντιν Jul. Or.7.221c. II causal, inasmuch as, seeing that, with part., ἅτε τὸν χρυσὸν ἔχων Hdt.1.154, cf. 102; Cratin.295, Ar.Pax623, Th.4.130, etc.: with gen. abs., ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Hdt.1.123, cf. Pl. Smp.223b, etc.:—with part. omitted, δίκτυα δοὺς [αὐτῷ] ἅτε θηρευτῇ [ὄντι] Hdt.1.123, etc.; ἅ. γένους προμάτωρ dub. in A.Th.140 (lyr.); ἅ. δή Hdt.1.171; ἅ. δὴ οὖν Pl.Prt.321b; ὡς ἅ. freq. in Olymp. in Mete.39.12, al.—Rare in Trag., and onlv in lyr.
French (Bailly abrégé)
conj.
1 comme, de même que;
2 comme, en tant que, attendu que :
• dev. un subst. ἄτε γένους προμάτωρ ESCHL comme premier auteur de la race;
• dev. un part. : ἄτε ὤν ou ἔχων HDT, THC comme étant, comme ayant;
• avec un gén. abs. : ἄτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων HDT attendu que les chemins sont gardés.
Étymologie: plur. neutre de ὅστε.
English (Autenrieth)
never as adv. in Homer, see ὅς τε.
English (Slater)
ἅτε v. ὅς τε.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ]
I compar. como, igual que ἅτε σήριον ἄστρον Alcm.1.62, ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει Pi.O.1.2, ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ Pi.O.12.14, κτείνειν ἀλλήλους ἅτε πολεμίους Hdt.5.85, cf. 2.69, καὶ δίκτυα δοὺς ἅτε θηρευτῇ τῶν οἰκετέων τῷ πιστοτάτῳ Hdt.1.123, τώ μοι ἀναδραμέτην ἅτε κερκίδες Call.SHell.287.7, τοῦ θεοῦ τιμῶντος αὐτὴν ἅτε πρώτην ἱερόφαντιν Iul.Or.7.221b
•ἅτε δή como ciertamente καὶ προὐτρέπετο αὐτόν, ἅτε δὴ βασιλέα, τὸν θησαυρὸν ἀνελέσθαι Aesop.83.3, ἅτε δὴ ἀνήκει ... γυναιξὶν ἐνδείκνυσθαι PLond.1711.37 (VI d.C.).
II causal puesto que, como que
1 sin part. καὶ Κύπρις, ἅτ' εἶ γένους προμάτωρ y Cipris, puesto que eres madre primera de la raza A.Th.140, καὶ ἅμα χρήματα μὴ ἐθέλειν εἰσφέρειν, ἅτε φιλοχρημάτους Pl.R.551e, ὁ δὲ Βορέας ἅτε ἀφ' ὑγρῶν τόπων ἀτμιδώδης Arist.Mete.358a35.
2 c. part. ἅτ' ἐχθρος ἐών Pi.P.2.84, ἅτε τὸν χρυσὸν ἔχων πάντα Hdt.1.154, ἅτε οὐκ ἀπόρρυτα ἐόντα Hp.Aër.7, cf. VC 12, οἱ δ' ἅτ' ὄντες αἰσχροκερδεῖς Ar.Pax 623, cf. Th.4.130, Pl.R.568b, Aesop.80
•c. gen. abs. ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Hdt.1.123, cf. 171, Pl.Smp.223b, LXX 3Ma.1.29.