contrario
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Latin > English (Lewis & Short)
contrārĭō: v. contrarius, B. A. 2.
Latin > French (Gaffiot 2016)
(1) contrārĭō, adv., v. contrarius S 3 à ex contrario.
(2) contrārĭō, āre, intr., contredire [dat.] : Ps. Prosp. Prom. 2, 33, 1.
Latin > German (Georges)
contrāriō, Adv., falsche Lesart für e contrario, s. Haase Sen. op. tom. 2. praef. p. VI.
Spanish > Greek
ἀντίδικος, ἐνστάτης, ἀλλόκοτος, ἀντίξοος, ἀντίπαλος, ἀντίφυτος, ἀντίμοιρος, ἐναντίβιος, ἀντιταγής, ἀντίτακτος, ἀλλότριος, ἀλλοῖος, ἀντίμαχος, ἀνταῖος, ἀνεπιτήδειος, ἐναντίωσις, ἀντίθετος, ἀντιβατικός, ἀντιπρόσωπος, ἐναντίος, ἀντίτυπος, ἀντικέλευθος, ἀντίπορος, ἀντίος, ἐνστατικός