πρακτικός

From LSJ
Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτικός Medium diacritics: πρακτικός Low diacritics: πρακτικός Capitals: ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praktikós Transliteration B: praktikos Transliteration C: praktikos Beta Code: praktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for or concerned with action, practical, λεκτικοὶ καὶ π. καὶ μηχανικοί X.Mem.4.3.1; φιλότεχνοι καὶ π. Pl.R.476a; ζωὴ π., βίος π., Arist.EN1098a3, Pol.1325b16, etc.; αἱ π. ἀρχαί the principles of action, Id.EN1144a35; ἡ π. διάνοια, opp. ἡ θεωρητική, ib. 1139a27, cf. Metaph.1025b25, de An.433a18; ἡ -κή (with or without ἐπιστήμη) practical science, opp. theoretical, Pl.Plt.258e, 259d; τὸ ἰαμβεῖον π. representative of action, Arist.Po.1460a1; μέλη π. Id.Pol.1341b34; π. χρόνοι times appropriate for action, Vett. Val.96.28.    2 active, effective, τὸ -ώτατον τῆς δυνάμεως the most effective part, Plb.1.30.9, cf. 10.25.2; παρὰ θεῶν -ώτερος more effectual in carrying one's point with... X.Cyr.1.6.3; περὶ τὴν πολιτείαν -ώτατος Plb. 7.10.5: so of things, drastic, effective, ῥίζα Dsc.3.54; also νεῦρα π. motor nerves, Gal.1.321: πρακτικόν, τό, spell, magical rite, PMag. Par.1.2359.    3 c. gen., able to effect, τῶν καλῶν, τῶν δικαίων, Arist. EN1099b31, 1129a8, etc.    4 active, vigorous, strong, οἴνου τι πρακτικώτερον Ar.Eq.91; ἰταμότης ὀξεῖα καὶ π. Pl.Plt.311a; [ἡ ὀργὴ] -ώτερον τοῦ μίσους Arist.Pol.1312b27.    II Adv. -κῶς, διακεῖσθαι πρός τι Plb.6.25.4; ὠφελεῖν Archig. ap. Aët.9.28: Comp. -ώτερον Plb. 5.18.7.

German (Pape)

[Seite 693] zum Thun od. Handeln gehörig, thätig, geschäftig, rüstig; πρακτικώτερος, Ar. Equ. 91; ἡ πρακτική, im Ggstz der γνωστική, Plat. Polit. 259 c; ἰταμότητος ὀξείας καὶ πρακτικῆς ἐνδεῖται, 311 a; πρακτικοί, neben φιλοθεάμονες καὶ φιλότεχνοι, Rep. V, 476 a; πρακτικώτεροί ἐσμεν, Arist. eth. 6, 12; καὶ ἀγχίνους, Pol. 11, 25, 8; πρακτικώτατος καὶ νουνεχέστατος περὶ τὴν πολιτείαν, 7, 10, 5; auch = Erfolg, Nachdruck habend, oft auch adv., πρακτικῶς πρός τι διακεῖσθαι, rüstig sein wozu, 6, 25, 4; τολμηρότερον καὶ πρακτικώτερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν χρώμενος ταῖς ἐπιβολαῖς, kühner und klüger, 5, 18, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτικός: -ή, -όν, (πράσσω) ὁ εἰς τὴν πρᾶξιν ἀνήκων, ὁ πρὸς πρᾶξιν ἐπιτήδειος, ἀνυστικός, πρακτικός, ὡς παρὰ μεταγεν. τὸ πραγματικός· λεκτικοὶ καὶ πρ. καὶ μηχανικοὶ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1· φιλότεχνοι καὶ πρ. Πλάτ. Πολ. 476Α· ζωὴ πρακτ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 13, κτλ.· αἱ πρ. ἀρχαί, αἱ τῶν πράξεων, αὐτόθι 6. 12, 35· ἡ πρ. διάνοια, ἀντίθετον τῷ ἡ θεωρητική, αὐτόθι 6. 2, 3, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, π. Ψυχ. 3. 10, 2· καὶ ἡ πρακτικὴ (μετὰ τοῦ ἐπιστήμηἄνευ αὐτοῦ), πρακτικὴ ἐπιστήμη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρητικήν, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, 259D· τὰ πρακτικά, ἐνέργεια, πρᾶξις, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 2) ἐνεργητικός, δραστήριος, ἱκανός, ἀποτελεσματικός, ὡσαύτως ὡς τὸ πραγματικός, τὸ πρακτικώτατον μέρος τῆς δυνάμεως, τὸ ἀποτελεσματικώτατον μέρος, Πολύβ. 1. 30, 9, πρβλ. 10. 23, 2· πρ. παρά τινος, ὁ κατορθώνων νὰ λάβῃ παρά τινος ἐκεῖνο, ὅπερ ποθεῖ νὰ λάβῃ, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3· περί τι Πολύβ. 7. 10, 5. 3) μετὰ γεν., ὁ ἱκανὸς νὰ κατορθώσῃ τι, τῶν καλῶν, τῶν δικαίων, κτλ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 8., 5. 1, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχυρός, δραστικός, οἴνου πρακτικώτερον Ἀριστοφ. Ἱππ. 91· ἰταμότης ὀξεῖα καὶ πρ. Πλάτ. Πολιτ. 311Α· [ἡ ὀργὴ] πρακτικώτερον τοῦ μίσους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 34· πρ. βίος, βίος ἐνεργητικός, αὐτόθι 7. 3, 7· ἰαμβεῖον πρ., ἁρμόζον εἰς δραματικὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., πρακτικῶς διακεῖσθαι πρός τι Πολύβ. 6. 25, 4· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 5. 18, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 agissant, actif;
2 efficace : παρά τινος puissant auprès de qqn (propr. qui agit de manière à obtenir de qqn).
Étymologie: πράσσω.

Spanish

práctica, operación mágica