πυρός

From LSJ
Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρός Medium diacritics: πυρός Low diacritics: πυρός Capitals: ΠΥΡΟΣ
Transliteration A: pyrós Transliteration B: pyros Transliteration C: pyros Beta Code: puro/s

English (LSJ)

(in dialects also σπυρός (q. v.)), ὁ,

   A wheat, Triticum vulgare, μελίφρονα, μελιηδέα πυρόν, Il.8.188, 10.569; κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ground it, Od.20.109; given to geese, 19.536: pl., with other grains, πυροί τε ζειαί τε ἰδ' εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν 4.604; πυροὶ καὶ κριθαί 9.110, 19.112, cf. Il.11.69, IG12.76.38, al., Hdt.2.36, 4.33, Ar.V.1405, Pax 1145, Av.580, Th.6.22, D.19.145, Thphr.HP8.4.3, Dsc.2.85, etc.    2 a grain of wheat, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμήν Arist.GA728b35, cf. Plu.in Hes.84.    3 π. ἄγριος,= χελιδόνιον τὸ μικρόν, Dsc.2.181. (Cf. Lith. pūraĩ (pl.) 'wheat', and perh. πυρήν.)

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, der Weizen; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριθαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῦρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρός: ὁ, σῖτος, μελιηδέα, μελίφρονα πυρὸν Ἰλ. Θ. 188, Κ. 569· ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, ἤλεσαν (ὁ ἀληλεσμένος σῖτος ἐκαλεῖτο ἀλείατα ἢ ἄλευρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄλφιτα τὴν ἀληλεσμένην δηλ. κριθήν, πρβλ. ὡσαύτως μῆλοψ), Ὀδ. Υ. 109· δίδοται δὲ εἰς τοὺς ἵππους, Τ. 536· ἐν τῷ πληθ., μνημονεύεται μετ’ ἄλλων σιτηρῶν, πυροί τε ζειαί τε ἰδ’ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Δ. 604· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ι. 110., Τ. 112· θερίζεται δὲ διὰ δρεπάνου, Ἰλ. Λ. 67· κἑξ.· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 36., 4. 33, Ἀριστοφ. Σφ. 1405, Εἰρ. 1145, Ὄρν. 580, Θουκ. 6. 22, Δημ. 386. 4. 4) κόκκος σίτου, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16. (Ἐντεῦθεν πυρνός, πύρινος, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει Σλαυ. pyr-o (ὄλυρα), Βοημ. pyr (ἄγρωστις), Λεττ. pûr-ji (triticum), Λιθ. pyr-agus (σίτινος ἄρτος).)

French (Bailly abrégé)

1gén. de πῦρ.
2οῦ (ὁ) :
blé, froment, plante.
Étymologie: DELG lit. purai « blé d’hiver », puras « grain de blé », termes apparentés en slave, mais désignant d’autres espèces de céréales ; terme i.-e.

Spanish

trigo