φιάλη

From LSJ
Revision as of 10:32, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐάλη Medium diacritics: φιάλη Low diacritics: φιάλη Capitals: ΦΙΑΛΗ
Transliteration A: phiálē Transliteration B: phialē Transliteration C: fiali Beta Code: fia/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A bowl or pan used as a saucepan for boiling liquids, ἀμφίθετος φ. ἀπύρωτος Il.23.270; also used as a cinerary urn, [ὀστέα] ἐν χρυσεῃ φ. καὶ δίπλακι δημῷ θείομεν ib.243, cf. 253.    2 after Hom., broad, fiat bowl or saucer for drinking or pouring libations, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα Hdt.9.80, cf. 2.151, 7.54; δωροφοροῦσιν . . φιάλας Ar.V.677 (anap.); οἰνοδόκον φ. χρυσῷ πεφρικυῖαν Pi.I.6 (5).40; ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φ. Id.N.10.43; of gold, Hdt.2.151, 7.54, Pi.I.1.20, Pl.Criti.120a (pl.), PCair.Zen.21.16 (iii B. C., s. v. l.), Apoc.5.8, etc.; ἔλαβε σύμβολον παρὰ βασιλέως τοῦ μεγάλου φ. χρυσῆν Lys.19.25; of silver, Pi.N.9.51, IG12.313.15, al., Lys.12.11, PCair.Zen.327.5, al. (iii B. C.); ἀργυρηλάτους χρυσέας τε φ. E.Ion 1182; φ. λυκιουργεῖς D.49.31; as a votive offering, Hdt.1.50, PTeb.6.27 (ii B. C.), etc.; πίνειν ἐκ φ. μεγάλης ἐπὶ δεξιά Pl.Smp.223c, cf. X.Smp. 2.23; φ. καρυωτή, v. καρυωτός 11.    b used for unguents, ἄλλος δ' εὐῶδες μύρον ἐν φ. παρατείνει Xenoph.1.3; for administering medicines, IG42(1).122.125 (Epid., iv B. C.).    c τὸ ἐκ φιάλης revenue, perh. from a collecting-bowl, IG11(2).161A116 (Delos, iii B. C.), cf. Inscr.Delos 442A156 (ii B. C.).    II from its broad flat shape, φιάλη Ἄρεως metaph. for ἀσπίς, shield, cited from Tim. (Fr.22) by Antiph.112, cf. Anaxandr.80, Arist.Rh.1412b35.    III ornament used in a coffered ceiling, Agatharch.102.—The form φιέλη was less Att., Moer.p.389 P.

German (Pape)

[Seite 1273] ἡ (gew. von πίνω abgeleitet, Ath. XI, 501 b), ein Geschirr mit breitem Boden, mehr Umfang als Tiefe habend, Schaale, bes. Trinkschaale; Il. 23, 270. 616; Pind. Ol. 7, 1; οἰνοδόκον χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 5, 37; οἰνηραί N. 10, 43, u. öfter; Ar. Vesp. 677 Av. 975; ἀργυρήλατοι Eur. Ion 1182, πίνειν ἐκ φιάλης μεγάλης Plat. Conv. 223 c; Critia. 120 a; oft bei Her.; auch ein Gefäß, die Gebeine eines Todten aufzunehmen, Aschenkrug, Urne, Il. 23, 243. 253, was v. 91 σορός hieß. – Wegen der Aehnlichkeit Ἄρεος φιάλη = ἀσπίς, ein Schild, poet. bei Arist. rhet. 3, 11; vgl. Anaxandr. fr. inc. 22; auch ohne weitern Zusatz, Paus. 5, 8; – die vertiefte und ausgelegte Arbeit an der Decke, lacunar, tectum laqueatum, D. Sic. 3, 47. – Die Form φιέλη ist minder gut attisch, s. Moeris p. 390.

Greek (Liddell-Scott)

φιάλη: [ᾰ], ἡ, εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς ἀγγεῖον, εἶδος λέβητος ἐν ᾧ ἐβράζοντο ὑγρά, φιάλη ἀπύρωτος, ἀμεταχείριστος, διδομένη ὡς βραβεῖον, Ἰλ. Ψ. 270· φ. ἀμφίθετος, ἴδε τὴν λέξ.· κοῖλον ἀγγεῖον χρησιμεῦον πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας νεκροῦ, αὐτόθι 243, 253· ― ἀγγεῖον μύρου, Ξενοφάν. (Ἐλεγ.) 1. 3. 2) μεθ’ Ὅμ., εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς ποτήριον ἢ λεκάνιον πρὸς πόσιν ἢ πρὸς ἔκχυσιν σπονδῶν, Λατ. patera, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα Ἡρόδ. 9. 80, πρβλ. 2. 151., 7. 54· οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν Πίνδ. 1. 6 (5), 40. Ν. 10. 80· ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 2. 151., 7. 54, Πινδ. Ι. 1. 28, Πλάτ., κλπ.· ἐξ ἀργύρου, Πινδ. Ν. 9. 122, Λυσί. 121. 9, κλπ.· πλουσίως εἰργασμένη, Εὐρ. Ἴων 1182, Δημ. 1193, 12· διδομένη ὡς δῶρον, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 154. 13, κλπ.· ὡς ἀνάθημα, Ἡρόδ. 1. 50· φ. μεγάλη Πλάτ. Συμπ. 223C· Ξεν. Συμπ. 2. 23· οὐδέποτε δὲ ὡς μέτρον, Buttm. Lexil. ἐν λ. ὑπερφίαλος 6. ΙΙ. ὡς ἐκ τοῦ εὐρέος καὶ ἀβαθοῦς σχήματος τοῦ ἀγγείου τούτου Ἄρεος φιάλη ἐκαλεῖτο κατὰ κωμικὴν μεταφορὰν ἡ ἀσπίς, εἰ τῇ δῆλος φιάλην Ἄρεος, κατὰ Τιμόθεον, ξυστόν τε βέλος Ἀντιφάνης ἐν «Καινεῖ» 1, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀριστοτ. Ρητ. σ. 3, 11, 11. ΙΙΙ. κόσμημα κοῖλον ὀροφῆς, Λατ. Iacunar, tectum laqueatum, Διόδ. 3. 47, Ἀγάθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 65. ― Ὁ τύπος φιέλη ἦν ἧττον Ἀττ., Piers εἰς Μοῖριν 390. (Κατὰ τὸν M. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, πίνω, ὡς εἰ ὁ ἐν ἀρχῇ τύπος ἦν πιF-άλη, πρβλ. Σανσκρ. pâ-tram ἐκ τοῦ pâ (bibere)· ἀλλ’ ὁ Curt. παρατηρεῖ ὅτι παρ’ Ὁμ. ἡ λέξις οὐδαμοῦ σημαίνει ἀγγεῖον πρὸς πόσιν.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. vase, particul. :
1 pour faire bouillir un liquide;
2 phiale, sorte de coupe sans pied ni anse, utilisée en gén. dans les sacrifices, les libations;
3 urne funéraire;
II. p. anal. bouclier.
Étymologie: d’ord. rattaché à la R. Πι, boire.

English (Autenrieth)

wide, flaring bowl, saucer, or urn, Il. 23.243.

Spanish

cuenco, bol