νεότης

From LSJ
Revision as of 17:42, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότης Medium diacritics: νεότης Low diacritics: νεότης Capitals: ΝΕΟΤΗΣ
Transliteration A: neótēs Transliteration B: neotēs Transliteration C: neotis Beta Code: neo/ths

English (LSJ)

Dor. -τας, ητος, ἡ, (νέος)

   A youth, ἐκ νεότητος . . ἐς γῆρας Il. 14.86, cf. Ev.Marc.10.20, etc.; ἀτέμβονται νεότητος Il.23.445; ἐρατὴν γὰρ ἀπωλέσαμεν νεότητα, i.e. we died young, Simon.89, cf. E.HF637 (lyr.), Fr.149; ἐν νεότατι, ἐπὶ νεότητος, in one's youth, Sapph.Supp. 12.3, Ar.V.1199, cf. Ach.214: in pl., αἱ ν. ἄφρονες AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com. or Crates); αἱ ν. ῥωμαλέαι ib.360 (Metrod.).    2 youthful spirit, impetuosity, Hdt.7.13: in bad sense, youthful folly, insolence, ἀκολασίᾳ καὶ ν. Pl.Ap.26e; ν. καὶ ἄνοια And.2.7.    II collective, = νεολαία, body of youth, esp. of military or athletic age, Pi.I.8(7).75, Hdt.4.3, 9.12, Th.2.8, 20, etc.    III in Crete, νεότας, , acc. νεότα, gen. νεότας, board of officials representing the νέοι (cf. νέος 1.1), GDI5012.6, SIG525.9 (Gortyn, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 245] ητος, ἡ, das jugendliche Alter, die Jugend; ἐκ νεότητος καὶ ἐς γῆρας, Il. 14, 86. 23, 445; Eur. in dor. Form, ἁ νεότας, Herc. Fur. 637; in Prosa; Thuc. 6, 18; καὶ γῆρας καὶ νεότης, Plat. Rep. I, 329 d; Xen. Cyr. 8, 7, 6. Mem. 2, 1, 31 u. A.; auch collectiv., die junge Mannschaft, Her. 9, 12 Thuc. 2, 20. – Jugendliche Unbesonnenheit, καὶ ἄνοια, Plat. Legg. IV, 716 a, καὶ ὕβρις, jugendlicher Muthwille, Apol. 26 e; καὶ ὀργή, Plut. Cat. min. 7.

Greek (Liddell-Scott)

νεότης: -ητος, ἡ, (νέος) ὡς καὶ νῦν, Λατ. juventa, ἐκ νεότητος... ἐς γῆρας Ἰλ. Ξ. 86· ἀτέμβονται νεότητος Ψ. 445· ἐρατὴν γὰρ ἀπωλέσαμεν νεότητα, δηλ. ἀπεθάνομεν νέοι, Σιμωνίδ. 92· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 637, Ἀποσπ. 138, Ἀριστοφ. Ἀχ. 214· ἐπὶ νεότητος, κατὰ τὴν νεανικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1190. 2) νεανικὴ ὁρμή, θάρρος, τόλμη, Ἡρόδ. 7. 13· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁρμητικότης, παραφορά, ἔξαψις, ἀπερισκεψία, ἀκολασία καὶ νεότης Πλάτ. Ἀπολ. 26Ε· ν. καὶ ἄνοια Ἀνδοκ. 20. 28· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἄρρενες Κράτης Θηβ. 4. Bgk.· αἱ ν. ἄφρονες Ἀνθ. Π. 9. 359, 7. ΙΙ. περιληπτ., ὡς τὸ νεολαία, ὅμιλος νέων, οἱ νέοι, ἰδίως πάντες οἱ στρατευσίμου ἡλικίας, Λατ. juventus, Ἡρόδ. 4. 3., 9. 12, Πινδ. Ι. 8 (7). 150, Θουκ. 2. 8, 20, κτλ. ΙΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ θεὰ τῆς νεαρᾶς ἡλικίας, Juventus, Διον. Ἁλ. Ι, 586, 5, Δίων Κ. 54. 19, 7.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 jeunesse, jeune âge ; fougue ou témérité de la jeunesse;
2 collect. jeunesse, jeunes gens.
Étymologie: νέος.

English (Autenrieth)

ητος (νέος): youth. (Il.)

English (Strong)

from νέος; newness, i.e. youthfulness: youth.