διάδημα

From LSJ
Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδημα Medium diacritics: διάδημα Low diacritics: διάδημα Capitals: ΔΙΑΔΗΜΑ
Transliteration A: diádēma Transliteration B: diadēma Transliteration C: diadima Beta Code: dia/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαδέω)

   A band or fillet: esp. band round the τιάρα worn by the Persian king, X.Cyr.8.3.13, Plu.2.488d; by Alexander, Arr.An.7.22.2; by his successors, OGI248.17(Pergam., Antiochus IV), Hdn.1.3.3; by kings generally, Plu.2.753d, D.S.20.54; δ. τῆς Ἀσίας LXX 1 Ma.13.32.    II Ὀσίριδος δ., = ἅλιμος, Ps.Dsc.1.91.

Greek (Liddell-Scott)

διάδημα: τό, (διαδέω) ταινία· ἰδίως ἡ περὶ τὴν τιάραν τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 488D· παρέλαβε δὲ αὐτὴν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22 καὶ ἔφερον οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς, Ἡρῳδιαν. 1. 3, 7 καὶ ἀκολούθως οἱ βασιλεῖς ἐν γένει, Πλούτ. 2. 753D, πρβλ. Διόδ. 20. 54· τὸ χρῶμα αὐτῆς ἦτο κυανοῦν μετὰ λευκῶν στιγμάτων, caerulea fascia albo distincta, K. Curt. 3. 3, 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 bandeau qui entourait la tiare des rois de Perse;
2 diadème, couronne royale.
Étymologie: διαδέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1diadema símbolo del poder real, banda que rodea la tiara (Κῦρος) εἶχε δὲ καὶ δ. περὶ τῇ τιάρᾳ X.Cyr.8.3.13, Ξέρξης ... θεὶς τὸ δ. καὶ καταβαλὼν τὴν τιάραν Plu.2.488d
gener. diadema, corona real (Ἀριστόβουλος) περιτίθεται δ. πρῶτος I.BI 1.70, διαδήματα βασιλείων Plu.2.753d, cf. Statius Silu.2.2.122, Theb.9.55, Luc.Pisc.35, Arr.An.7.22.4, Ath.537f, Attic.2.68, Artem.2.30, διαδήματι τὴν κεφαλὴν διεδέδετο Luc.DMort.25.3, junto c. la καυσία o ‘gorro de fieltro’ macedonio, Arr.An.7.22.2, Hdn.1.3.3, τῷ διαδήματι μετὰ τῆς ἄλλης κατασκευῆς κοσμήσαντες OGI 248.17 (Pérgamo II a.C.), cf. Plu.Dem.18, τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ... διαδήματι ἀνέδησαν D.C.44.9.2, cf. 11.2, δεσπότης διαδήματος señor de la diadema trad. de un tít. faraónico, Hermapio 19, cf. 21, aplicado a emperadores PMasp.279.22 (VI d.C.), cf. Hsch., op. στέφανος: (Ἀγαθοκλῆς) δ. μὲν οὐκ ἔκρινεν ἔχειν· ἐφόρει γὰρ ἀεὶ στέφανον D.S.20.54
de un monstruo ἔχων ... ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ... ἑπτὰ διαδήματα Apoc.12.3, 13.1.
2 fig., abstr. poder real, imperio παραδόντος τὸ δ. τῷ (παιδί) ἐκ Βερενίκης D.L.5.78, ἐν τῷ διαδήματι ... δύο καὶ ἥμισυ διανύσαντα ἔτη Philost.HE 7.15
como epít. de Isis δ. τῆς ὅλης οἰκουμένης, Ἶσι μυριώνυμε Vit.Aesop.G 5.
3 lit. crist. diadema, corona fig. de dif. atributos διαδήματα τῶν ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ ... ἐκλελεγμένων Polyc.Sm.Ep.1.1, τὸ δ. τῆς δικαιοσύνης Clem.Al.Paed.2.8.74, τὸ δ. τῆς ἀϊδίου βασιλείας dicho de la verdad Hom.Clem.13.20, simbolizando el triunfo de los mártires, Chrys.Res.3.15.
II bot.
1 Ὀσίριδος δ. orzaga, salado, Atriplex halimus L. ἅλιμος· ... οἱ δὲ Ὀσίριδος δ. Ps.Dsc.1.91.
2 Ἀσκληπίου δ. lechetrezna, titímalo, Euphorbia platyphyllus L., Ps.Apul.Herb.109.22.

English (Strong)

from a compound of διά and δέω; a "diadem" (as bound about the head): crown. Compare στέφανος.