τρυφάω

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφάω Medium diacritics: τρυφάω Low diacritics: τρυφάω Capitals: ΤΡΥΦΑΩ
Transliteration A: trypháō Transliteration B: tryphaō Transliteration C: tryfao Beta Code: trufa/w

English (LSJ)

(τρυφή)

   A live softly, luxuriously, fare sumptuously,, ἐν ἀγκάλαις μητρὸς τρυφῆσαι, of a child, E.Ion 1376, cf. Ba.969; τ. ἐν ταῖς ἐσθῆσι Isoc.2.32; τ. καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσθαι X.Ath.1.11; λευκὸς ἄνθρωπος, παχύς, ἀργός... εἰωθὼς τρυφᾶν Sosicr. 1, cf. Ep.Jac.5.5, Gal.6.416, etc.; παῖσον, τρύφησον, ζῆσον· ἀποθανεῖν σε δεῖ Epigr.Gr.362.5 (Cotiaeum, ii/iii A. D.).    2 part. τρυφῶν as Adj., effeminate, luxurious, Ar.Nu.48, etc.; τ. καὶ ἀμελής Pl.Lg.901a; τὸ τρυφῶν effeminacy, Ar.V.1455 (lyr.); also of things, dainty, delicate, βασιλικὴ καὶ τρυφῶσα παιδεία Pl.Lg.695d; ἀσπίδα . . τρυφῶσαν Aristopho 14, cf. Antiph.52.10 (troch.); ἄρτοι τ. Alc.Com.5.    II to be licentious, run riot, wax wanton, Ar.Lys.405, etc.; to be extravagant, opp. γλίσχρως ζῆν, Arist.Pol.1266b26.    2 revel in, ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τινος LXXSi.14.4; delight in, ἐν ἀγαθωσύνῃ σου ib.Ne.9.25.    III give oneself airs, be dainty, fastidious, ἆρ' οὐ τρυφῶμεν .... οἷσιν οὐκ ἀρκεῖ τάδε; E.Supp.214; τ. δ' ὁ δαίμων is fickle, ib.552; ἐπειδή μοι δοκεῖς σὺ τρυφᾶν to hang back, Pl.Euthphr.11e, cf. La.179d, Alc.1.114a; οἱ τρυφῶντες spoiled pets, Id.Men.76b; ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τ. καὶ κολακεύεσθαι, of the people, D.8.34; οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι . . αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν Id.19.197; τρυφῶσιν ἕτεροι πρὸς ἑτέρους, of philosophers, Alex.221.14; followed by a modifying clause, νῦν δὲ τρυφᾷς διότι . . Pl.Prt.327e; ἐν ταῖς . . ἑτέρων . . ἀτυχίαις τ. Euphro 12; later, τ. κατά τινος make sport of... Him.Ecl.12.2.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφάω: (τρυφὴ) ζῶ τρυφηλῶς, πολυτελῶς, ἡδυπαθῶς, τρ. ἐν ἀγκάλαις μητρός, ἐπὶ τοῦ τέκνου, Εὐρ. Ἴων. 1376· τρ. ἐν ταῖς ἐσθῆσι Ἰσοκρ. 21Β· τρ. καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσθαι Ξεν. Ἀθ. 1, 11· λευκὸς ἄνθρωπος, παχύς, ἀργός..., εἰωθὼς τρυφᾶν Σωκράτης ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1· ― μετοχ. τρυφῶν ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., τρυφηλός, θηλυπρεπής, φιλήδονος, Ἀριστοφ. Νεφ. 49, κλπ.· τρ. καὶ ἀμελὴς Πλάτ. Νόμ. 901Α· οἱ τρυφῶντες ὁ αὐτ. ἐν Μέν. 76Β· τὸ τρυφῶν, τὸ τρυφηλόν, Ἀριστοφ. Σφ. 1455. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λεπτός, ἁβρός, βασιλικὴ καὶ τρυφῶσα παιδεία Πλάτ. Νόμ. 695D· τῶν θηρικλείων εὐκύκλωτον ἀσπίδα ὑπεραφρίζουσαν, τρυφῶσαν, ἴσον ἴσῳ κεκραμένην, προσφέρων ἔδωκεν Ἀριστοφῶν ἐν «Φιλωνίδι» 2, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 10· «οἱ δίπυροι δ’ εἰσί τινες ἄρτοι τρυφῶντες» Πολυδ. Ζ΄, 23. ΙΙ. ἄγω βίον ἀκόλαστον, ζῶ ἐν τρυφαῖς καὶ ἐν ἀσωτίᾳ, Εὐρ. Βάκχ. 969, Ἀριστοφ. Λυσ. 405, κλπ.· ζῶ πολυτελῶς, δαπανῶ πολλά, ἀντίθετ. τῷ γλίσχρως ζῆν, Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7. ΙΙΙ. ἐπαίρομαι, ὑπερηφανεύομαι, εἶμαι δύσκολος, ἰδιότροπος, ἆρ’ οὐ τρυφῶμεν..., οἷσιν οὐκ ἀρκεῖ τάδε; Εὐρ. Ἱκέτ. 214· τρ. δ’ ὁ δαίμων, εἶναι ἰδιότροπος, ἄστατος, αὐτόθι 552· ἐπειδή μοι δοκεῖς σὺ τρυφᾶν, ὅτι διστάζεις, «δὲν καταδέχεσαι», Πλάτ. Εὐθύφρων 11Ε, πρβλ. Λάχ. 179C, Ἀλκ. 1. 114Α· ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τρ. καὶ κολακεύεσθαι, ἐπὶ τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων, Δημ. 98. 12· οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι... αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν ὁ αὐτ. 402. 28· τρυφῶσιν ἕτεροι πρὸς ἑτέρους, ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 1. 14· ἑπομένης προσδιοριστικῆς προτάσεως, νῦν δὲ τρυφᾷς διότι... Πλάτ. Πρωταγ. 327Ε· ἐν ταῖς... ἑτέρων... ἀτυχίαις τρ. Εὔφρων ἐν Ἀδήλ. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être délicat, efféminé, voluptueux, vivre dans la mollesse ; part. τρυφῶν mou, efféminé, voluptueux ; τὸ τρυφῶν AR la mollesse;
2 faire le délicat, le dédaigneux ; être arrogant, hautain.
Étymologie: τρυφή.

English (Strong)

from τρυφή; to indulge in luxury: live in pleasure.