ὑπεράνω
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A above, opp. ὑποκάτω, SIG588.31 (Milet., ii B. C.); οἰκεῖν Luc.DDeor.4.2, etc.; above the horizon, Euc.Phaen.p.8 M.: mostly c. gen., ὑ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλέψ] Arist.HA 513b32, cf. PSI6.631.6 (iii B. C.), LXX Ez.43.15, al.; ὑ. γίγνεσθαί τινος to get the upper hand of, Telesp.44 H., Plu.2.10b, Phld.Mort.34; ὑ. τεθεῖσθαι πάντων Id.Piet.102; ποιεῖν or ποιεῖσθαί τινα or τι ὑ. τινός, Plu.2.98e, 6b; πάντων ὑ. ποιεῖν act more nobly than all others, D.L. 7.128. 2 οἱ ὑ. πλεονασμοί excessive repetitions, Plb.12.24.1; but μίαν ὑ. ποιότητα one supreme quality, Meno Iatr.14.18. 3 of time, further back, ἐκ τῶν ὑ. χρόνων SIG742.58 (Ephesus, i B. C.). 4 above, in a document, [ψηφίσματα] ὑ. γεγραμμένα ib.591.2 (Lampsacus, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1191] oben darüber; ὑπεράνω γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράνω: [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν ὑπεράνω λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ ἔλαιον ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, νικᾶν τι, τῆς ὀργῆς ὑπεράνω γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς αὐτόθι 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) αὐτάρκης ἐστὶν ἡ μεγαλοψυχία πρὸς τὸ πάντων ὑπεράνω ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait au-dessus : ὑπεράνω γίγνεσθαι PLUT l’emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν ou ποιεῖσθαί τινα ὑπεράνω τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.
Étymologie: ὑπέρ, ἄνω².
English (Strong)
from ὑπέρ and ἄνω; above upward, i.e. greatly higher (in place or rank): far above, over.