δόκιμος

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόκῐμος Medium diacritics: δόκιμος Low diacritics: δόκιμος Capitals: ΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: dókimos Transliteration B: dokimos Transliteration C: dokimos Beta Code: do/kimos

English (LSJ)

ον (Dor. α, ον Tab.Heracl.1.103), (δέχομαι)

   A acceptable: hence,    1 of persons, trustworthy, Heraclit.28 (Sup.), Democr. 67; approved, esteemed, Hdt.1.65, al.; δ. παρά τινι Id.7.117; δοκιμώτατος Ἑλλάδι most approved by Hellas, her noblest son, E.Supp. 277 (anap.): c. inf., of approved ability to do... δόκιμος δ' οὔτις . . εἴργειν A.Pers.87 (lyr.).    2 of things, excellent, τὸ ἔαρ -ώτατον Hdt.7.162; notable, considerable, ποταμός Id.7.129; approved, κριθὰ καθαρὰ δ. Tab.Heracl. l. c.; δ. ἀργύριον legal tender, D.35.24, cf. PLond.3.938.6 (iii A. D.); ὕμνος acceptable, Pi.N.3.11.    3 Adv. -μως really, genuinely, A.Pers.547 (lyr.), X.Cyr.1.6.7.

German (Pape)

[Seite 653] ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; ἀργύριον Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; ὕμνος Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῦργος τῶν Σπαρτιητέων δόκιμος ἀνήρ Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως γενέσθαι, bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δόκιμος: -ον, (δέχομαι) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, κυρίως ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. καθόλου, 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, ἔγκριτος, τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. παρά τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι… , δόκιμος δ’ οὔτις… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαίρετος, εὐάρεστος, τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· ὡσαύτως, μέγας, ποταμός, ὁ αὐτ. 7. 129· ὕμνος δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, εὐπρόσδεκτος εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. éprouvé, dont on a fait l’essai;
II. fig. éprouvé, qui a fait ses preuves ; d’où
1 considéré, estimé;
2 acceptable ; agréable;
3 considérable.
Étymologie: δοκέω.

English (Slater)

δόκῐμος
   1 acceptable ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (N. 3.11)

Spanish (DGE)

(δόκῐμος) -ον

• Alolema(s): fem. -α TEracl.1.103 (IV a.C.)
I de pers.
1 digno de toda confianza, bien considerado, acreditado νῦν τις ἄνηρ δ. γενέσθω Alc.6.12, cf. Democr.B 68, Λυκοῦργος Hdt.1.65, ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. Hdt.3.143, δόκιμον ἐόντα παρὰ Ξέρξῃ Hdt.7.117, δ. τοῖς ἀνθρώποις estimado entre los hombres, Ep.Rom.14.18, cf. 16.10, σοφῇ δ. φρενὶ πορίμῳ τε τόλμη Ar.Pax 1030, πολίτου δοκίμου ἡ ἀρετή Arist.Pol.1277a26, δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει Heraclit.B 28, μὴ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς δοκίμοισι πιστεύειν Democr.B 67, οἱ δόκιμοι los que han pasado la prueba 1Ep.Cor.11.19, 2Ep.Cor.10.18, σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ θεῷ 2Ep.Ti.2.15, ῥήτωρ AP 11.436 (Luc.)
c. inf. del que se espera que, en quien se confía para δ. δ' οὔτις ὑποστὰς μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν ... εἴργειν y de nadie se espera que interponiéndose ofrezca resistencia a la gran oleada de hombres A.Pers.87
fig. acendrado ἡ ψυχή Euagr.Pont.Cap.Pract.28
subst. τὸ δ. celebridad, fama τὸ τῆς εὐσεβείας αὐτῶν δ. Gr.Nyss.M.46.1172A.
2 famoso, renombrado δοκίμων ἀνδρῶν βίοι Pl.R.618a, δοκιμώτατος Ἑλλάδι de Teseo, E.Supp.277, ἄνδρες οἱ πρῶτοι καὶ δοκιμώτατοι Arist.Mu.398a19, ἄνδρων δοκίμων πόλις Theoc.28.18, καὶ τῶν παλαιῶν ἰατρῶν οἱ δοκιμώτατοι Gal.5.685, cf. Hierocl.Facet.107, οἱ δοκιμώτατοι ... τῶν δογματικῶν S.E.P.3.176.
3 que está acreditado o reconocido por haber pasado la δοκιμασία como miembro de una profesión δημόσιος ἰατρὸς τῶν ἐν τῷ ὡρισμένῳ ἀριθμῷ τῶν δοκίμων SB 14638.4, CPR 17A.23.6 (ambos IV d.C.).
II de cosas
1 excelente, notable ὕμνος Pi.N.3.11, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἔστι τὸ ἔαρ δοκιμώτατον la primavera es lo más destacado del año Hdt.7.162, ποταμοί Hdt.7.129, ὕμνων ἄρσενι βοᾷ δοκίμων de himnos realzados por el grito viril Ar.Th.125
apreciado, valioso δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ὀστᾶ Mart.Pol.18.1.
2 numism. de buena ley, de curso legal χρε̄́ματα δόκιμα κα[ὶ h] υγιᾶ SEG 41.725.3 (Eretria VI a.C.), ἀργύριον D.35.24, Poll.3.86, PLond.938.6 (III d.C.), Origenes Comm.in Mt.14.7, νόμισμα IG 12(7).67.10, 69.22 (ambas Amorgos II a.C.), Philostr.VA 3.24, δόκιμοι δραχμαί dracmas legítimas, auténticas Arr.Epict.1.7.6, 7, τοῦ χρυσίου δοκίμου μναιαῖα τέσσαρα POxy.265.25 (I d.C.)
tb. de metales preciosos de ley ζεῦγος χεροψελίω[ν] χρυσοῦ δοκίμου una pareja de brazaletes de oro de ley, PSI 1128.25 (III d.C.).
3 válido, que es de buena calidad o está en buen estado κριθὰ δόκιμα cebada de buena calidad, TEracl.l.c., ἐάν τινα ὑγιῆ λίθον διαφθείρῃ ... ἕτερον ἀποκαταστήσει δόκιμον IG 7.3074.13 (Lebadea II a.C.).
4 de palabras admitido, correcto ἀμοιβῇ γὰρ ἔοικε νομίσματος ἡ τοῦ λόγου χρεία, καὶ δόκιμον καὶ αὐτοῦ τὸ σύνηθές ἐστι καὶ γνώριμον Plu.2.406b, op. ἀδόκιμος Phryn.13, 61.
III adv. -ως
1 de manera probada, indubitablemente, con toda evidencia μόρον ... δ. πολυπενθῆ A.Pers.547, ὡς τὰ δοκοῦντα χρῆν δ. εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα que lo aparente tiene que existir sin ninguna duda, entrando totalmente a todo Parm.B 1.32, αὐτός τε καλὸς κἀγαθὸς δ. γένοιτο X.Cyr.1.6.7, cf. CEG 525 (Ática IV a.C.).
2 de forma que pueda ser comprobado, verificablemente, a satisfacción τοὺς θριγκοὺς ... συμφωνοῦντας πρὸς ἀλλήλους δ. IG 7.3073.86, cf. 3074.11 (ambas Lebadea II a.C.), ὅστις ... δ. ἐθέλει διαλέγεσθαι Phryn.proem., ἐπιμεληθεὶς δὲ τοῦ δ. τε καὶ σὺν ἀφελείᾳ ἑρμηνεύειν Philostr.VS 627, τὸ γράμμα ... δ. ἀποφανθέν Eus.Ep.Caes.2.

English (Strong)

from δοκέω; properly, acceptable (current after assayal), i.e. approved: approved, tried.