πληθύνω

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθύνω Medium diacritics: πληθύνω Low diacritics: πληθύνω Capitals: ΠΛΗΘΥΝΩ
Transliteration A: plēthýnō Transliteration B: plēthynō Transliteration C: plithyno Beta Code: plhqu/nw

English (LSJ)

fut.

   A -ῠνῶ 2 Ep.Cor.9.10: aor. ἐπλήθυνα Dam.Pr.99:—causal of πληθύω, increase, multiply, LXXGe.17.2, al., Ph.1.496, 2 Ep.Cor. l.c., Ep.Hebr.6.14:—Pass., ταῖς γυναιξὶ τὸ γάλα πληθύνεται abounds, Arist. HA587b20.    2 make multiple, 'plurify', κατὰ ἀναλογίαν [τὸ ἡνωμένον] ἐπληθύναμεν τῶν κατωτέρω πεπληθυσμένων τὸν πρῶτον πληθυσμόν Dam.l.c.; θεοὶ -όμενοι μὲν ἐν τῷ κόσμῳ, περὶ αὐτὸν δὲ ἑνοειδῶς ὄντες Jul.Or.4.143b, cf. Or.7.222a.    3 intr., v. πληθύω 11.    4 use the plural, Sch.Il.Oxy.1087.34.    II Pass., to be in the majority, prevail, δήμου . . χεὶρ ὅπῃ πληθύνεται (cod. Med. πληθύεται) A.Supp. 604: c. inf., ταύτην ἐπαινεῖν . . πληθύνομαι I follow the majority, Id.Ag. 1370: pf. πεπλήθυνται LXX Ge.18.20.    2 Gramm., [τὸ ἀπαρέμφατον] οὐ πληθύνεται the infinitive has no plural, A.D.Synt.31.25.

German (Pape)

[Seite 632] 1) voll machen, füllen, mehren, vermehren, vergrößern, erweitern, Sp., wie N. T. – 2) intr., voll sein, sich füllen; οὕτως ἐν αὐτῷ ἐπλήθυνε τὸ πληθύνειν πρὸς τὸ διακινδυνεύειν, ganz voll sein von dem Gedanken, sich ganz darauf legen, Pol. 3, 103, 7, zw. – Pass.; ταύτην ἐπαινεῖν πάντοθεν πληθύνομαι, Aesch. Ag. 1343, ich bin voll davon, sie zu preisen; δήμου κρατοῦσα χεὶρ ὅποι πληθύνεται, Suppl. 599; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πληθύνω: [ῡ], μεταβατικὸν τοῦ πληθύω, ὡς καὶ νῦν, αὐξάνω, πολλαπλασιάζω, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 10, πρὸς Ἑβρ. ς΄, 14. ― Παθ., γίνομαι πλήρης, αὐξάνομαι, γίνομαι μεγαλείτερος, ἴδε πληθύω Ι· τὸ δικαστήριον πληθυνέσθω, ἂς συμπληρωθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 73c. B. 6 (Προσθῆκ.)· ταῖς γυναιξὶ τὸ γάλα πληθύνεται, γίνεται πολύ, ἄφθονον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1. 2) ἀμεταβ., ἴδε πληθύω ΙΙ. ΙΙ. Παθ., φέρω εἰς πέρας διὰ πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω, δήμου... χεὶρ ὅπη πληθύνεται (ἔνθα ὁ Μεδ. Κῶδ. πληθύεται) Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· μετ’ ἀπαρ., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι, εἶμαι ἀποφασισμένος, ἔχω ἀποφασίσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1370· ― πρκμ. πεπλήθυνται Ἑβδ. (Γέν. ΙΙΙ΄, 20).

French (Bailly abrégé)

1 tr. être une foule pour ; être d’accord avec la foule pour, inf.;
2 intr. faire des progrès, se répandre de plus en plus en parl. de bruits.
Étymologie: πλῆθος.

English (Strong)

from another form of πλῆθος; to increase (transitively or intransitively): abound, multiply.