ἡμέτερος

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέτερος Medium diacritics: ἡμέτερος Low diacritics: ημέτερος Capitals: ΗΜΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hēméteros Transliteration B: hēmeteros Transliteration C: imeteros Beta Code: h(me/teros

English (LSJ)

Dor. ἁμέτ-, Aeol. ἀμμέτ-, α, ον, (ἡμεῖς)

   A our, Il.2.374, etc.; εἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) Od.2.55, 17.534; so ἡμέτερόνδε 8.39, 15.513; ἐφ' ἡμέτερ' ib.88, Il.9.619; ἐν ἡμετέρου Hdt.1.35, 7.8.δ; ἡ ἡ. (sc. χώρα) Th.6.21, etc.; τὸ ἡ. our case, Pl.Ti.27d; τὸ ἡ. γέλωτ' ἂν πάμπολυν ὄφλοι Id.Lg.778e, etc.; τὰ ἡ. φρονεῖν to take our part, X. HG6.3.14, etc.; ἄνδρες ἡ. they are in our power, Pl.R.556d, cf. X. Cyr.2.3.2; ἡ. κέρδη τῶν σοφῶν,= ἡμῶν τῶν σοφῶν, Ar.Nu.1202; ἡμέτερον αὐτῶν [οἰκοδόμημα],= ἡμῶν αὐτῶν, Pl.Grg.514b; representing an objective gen., τὸ ἡ. δέος fear of us, Th.1.77; εἰς τὴν ἡ. διδασκαλίαν Ep.Rom.15.4.    II sts. for ἐμός, Od.11.562, al., Theoc.2.31, etc.; τὰ ἡ. my property, PRyl.114.18 (iii A.D.); so in Imperial titles, as ἡ ἡ. ἡμερότης Just.Nov.115Pr.

German (Pape)

[Seite 1167] unser, von Hom. an, Il. 1, 30, überall; νεῖσθαι ἐφ' ἡμέτερα, ἡμέτερόνδε ἰέναι, sc. δῶμα, Od. 15, 88. 512; ähnlich ἐν ἡμετέρου Her. 1, 35. 7, 84; – τὸ ἡμέτερον, was uns betrifft, wir, Plat. Tim. 27 d Legg. VI, 778 d IX, 860 c; – dor. ἁμέτερος, Pind., Tragg. Vgl. ἀμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέτερος: Δωρ. ἁμέτ-, α, ον, (ἡμεῖς) ἰδικός μας, Λατ. noster, Ὅμ. καί Ἀττ.· εἰς ἡμέτερον (ἐνν. δῶμα) Ὀδ. Β. 55, Ρ. 534· οὕτως, ἡμέτερόνδε Θ. 39. Ο. 513· ἐφ’ ἡμέτερ’ Ο. 88, Ἰλ. Ι. 619· ἐν ἡμετέρου Ἠρόδ. 1. 35., 7. 8, 4· ἡ ἡμετέρα (ἐνν. χώρα) Θουκ. 6. 21, κτλ.· - τό ἡμέτερον, ὅσον δι’ ἡμᾶς, τό καθ’ ἡμᾶς, Πλάτ. Τιμ. 27D. Νόμ. 778D. κτλ.· τά ἡμέτερα φρονεῖν 443

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 notre, le nôtre ; εἰς ἡμέτερον (δῶμα) OD, ἡμέτερόνδε OD, ἐφ’ ἡμέτερ’ IL, ἐν ἡμετέρου HDT dans notre demeure ; ἡ ἡμετέρα (χώρα) THC notre pays ; τὸ ἡμέτερον, quant à ce qui nous regarde, pour notre part ; avec un gén. : ἡμέτερον αὐτῶν PLAT notre propre (demeure) (p. ἡμῶν αὐτῶν);
2 c. ἐμός.
Étymologie: ἡμεῖς.

English (Autenrieth)

(ἡμεῖς): our, ours; ἐφ' ἡμέτερα νέεσθαι, Il. 9.619; adv., ἡμέτερόνδε, homeward, home.

English (Strong)

from θνητός; our: our, your (by a different reading).