προσαγωγή
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ἡ,
A bringing to, πρὸς τὴν τῆς τροφῆς π. for the purpose of bringing the food to the mouth, Arist.PA687b26; οἰκοδόμῳ εἰς π. πλίνθου PCair.Zen.176.14 (iii B.C.). 2 bringing up, μηχανημάτων, ὀργάνων, Plb.1.48.2 (pl.), 14.10.9(pl.); ποιεῖσθαι τὴν π., much like our phrase 'to make approaches', Id.9.41.1. 3 a bringing over, acquisition, ξυμμάχων Th.1.82; ἐκ π. φίλος a friend under compulsion, D.23.174 (ἐκ προαγωγῆς Harp.). 4 administering or taking of medicine, Phld.Ir.p.44 W.(pl.), Dsc.4.148. II solemn approach, as at festivals or in supplication, Hdt.2.58(pl.). 2 approach, access, introduction to a person, esp. to a king's presence, X.Cyr.7.5.45, cf. Ep.Rom.5.2, Ep.Eph.2.18, etc. 3 π. νεῶν a place for ships to put in, Plb.10.1.6, cf. D.S.13.46, Plu.Aem.13. 4 attack, Aen.Tact. 10.23(pl.). 5 addition, of food, opp. ἀφαίρεσις, Hp.Insomn.89; ἐκ προσαγωγῆς by gradual additions, gradually, Id.Acut.11, Thphr. HP3.10.5, etc.; opp. ἀθρόος, Arist.Pol.1308b16; ἐκ π. καὶ κατὰ μικρόν ib.1306b14, cf. 1315a13; opp. ἐξαίφνης, Id.Mete.368a7; τόποι ὑψηλοὶ ἐκ π. rising gradually to a height, ib.350b22. III accession, addition, Epicur.Fr.190. 2 increase of rent, PTeb.72.449 (ii B. C.). IV surface of a stone intended for application to another, IG22.244.102 (pl.).
German (Pape)
[Seite 747] ἡ, das Hinzuführen, das Darbringen, bes. der Opfer, dah. jeder religiöse Aufzug, Her. 2, 58; – συμμάχων, Thuc. 1, 82, wo der Schol. προσάθροισις erkl.; – das Hinzuführen zum Könige, die Audienz, Xen. Cyr. 7, 5, 45; – αἱ τῶν μηχανημάτων προσαγωγαί, das Heranschaffen der Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2 u. öfter; – auch von Schiffen, guter Landungsplatz, 10, 1, 6; – der Zutritt, bes. Sp., wie N. T.; – ἐκ προσαγωγῆς, allmälig, Luc. Zeux. 6; καὶ κατὰ μικρόν, Arist. pol. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγωγή: ἡ, (προσάγω), τὸ προσάγειν, φέρειν πρός…, τὴν τῆς τροφῆς πρ., πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ φέρῃ τις τὴν τροφὴν εἰς τὸ στόμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28˙ θυσιῶν Φωτ. Βιβλ. 540. 41. 2) πλησίασις, μηχανῶν, ὀργάνων, μηχανῶν πολεμικῶν εἰς τὰ τείχη, Πολύβ. 1. 48, 2., 14. 10, 9˙ ποιεῖσθαι τὴν πρ. ὁ αὐτ. 9. 41, 1. 3) προσέλκυσις, ξυμμάχων Θουκ. 1. 82. ΙΙ. σεμνή, ἐπίσημος προσέλευσις, οἷον ἐν ταῖς ἑορταῖς ἢ ἐν ἱκετείᾳ, Ἡρόδ. 2. 58. 2) προσέγγισις εἴς τινα, μάλιστα παρουσίασις εἰς τὸν βασιλέα (πρβλ. προσάγω Ι. 10, προσαγωγεύς), Ξεν. Κύρ. 7. 5, 45, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. εʹ, 2, πρ. Ἐφεσ. βʹ, 18, κτλ.˙ πρ. νεῶν, τόπος πρὸς προσόρμισιν πλοίων, Πολύβ. 10. 1, 6, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 13, Διόδ. 13. 46. 3) ἐκ προσαγωγῆς, βαθμηδόν, συχν. παρ’ Ἱππ., π. χ. ἐν τῷ περὶ Ὀξέων Διαίτ. 385˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀθρόως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 12˙ ἐκ πρ. καὶ κατὰ μικρὸν αὐτόθι 5. 6, 17, πρβλ. 5. 11, 27, Μετεωρ. 2. 8, 13˙ τόποι ὑψηλοὶ ἐκ πρ., βαθμηδὸν ὑψούμενοι, αὐτόθι 1. 13, 22˙ ― ἐν Δημ. 678. 19, ἐκ πρ. φίλος, φίλος ἐξ ἀνάγκης˙ ἀλλ’ ὁ Ἁρποκρ. ἔχει: ἐκ προαγωγῆς καὶ ἑρμηνεύει «ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action d’amener vers, d’où
1 introduction (auprès de qqn);
2 action d’approcher, d’amener;
II. 1 action de s’approcher ; particul. action d’aller à une cérémonie ; cérémonie;
2 accès, abord ; particul. lieu de débarquement.
Étymologie: προσάγω.