γυμνότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A nakedness, LXXDe.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77. 2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.
German (Pape)
[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
nudité.
Étymologie: γυμνός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
•fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.
English (Strong)
from γυμνός; nudity (absolute or comparative): nakedness.
English (Thayer)
γυμνότητός, ἡ (γυμνός), nakedness: of the body, αἰσχύνη, 3); used of want of clothing, Antoninus 11,27.)