ἄλευρον

From LSJ
Revision as of 18:08, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλευρον Medium diacritics: ἄλευρον Low diacritics: άλευρον Capitals: ΑΛΕΥΡΟΝ
Transliteration A: áleuron Transliteration B: aleuron Transliteration C: alevron Beta Code: a)/leuron

English (LSJ)

(A), [ᾰ], τό, mostly in pl. ἄλευρα, (ἀλέω A)

   A = ἀλείατα, wheat-meal (opp. ἄλφιτα barley-meal, Hdt.7.119; ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα Pl.R.372b, cf.Epin.975b, X.An.1.5.6, Arist.Pr.863b2: in sg., Ar.Fr.50, Sotad.Com.1.24, Arist.Pr.927a11, Theoc.14.7.    2 generally, meal, ἄ. κρίθινον Dsc. 1.72; τήλινον 3.40, cf. 2.102; made trom dried sorbs, 1.120.
ἄλευρον (B)· τάφος (Cypr.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 93] τό (ἀλέω), gew. im plur., Weizenmehl, Her. 7, 119; Plat. Rep. II, 372 b (ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα); Xen. Cyr. 5, 2, 5, u. sonst, dem ἄλφιτα entgegengesetzt. Bei Diosc. u. Sp. übh. seines Mehl; Plut. Pyth. or. 6 hat auch κρίθινον ἄλ.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλευρον: [ᾰ], τό, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄλευρα (ἀλέω), = τοῦ Ὁμήρ. τὸ ἀλείατα = ἄλευρα ἐκ σίτου, διακρινόμενα ἀπὸ τὰ ἄλφιτα, Ἡρόδ. 7. 119˙ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενος, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, Πλάτ. Πολ. 372Β˙ πρβλ. Νόμ. 849C, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37: ― καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 141, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24, Ἀριστ. Προβλ. 21. 1. 2) καθόλου, ἄλευρον ἐκ παντὸς σιτηροῦ, ἄλ. κρίθινον, Διοσκ. 1. 94, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): fem. -ος Et.Gud.498.43S.

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1sg. y plu. harina de trigo op. ἄλφιτα ‘harina de cebada’, Hdt.7.119, θρέψονται δὲ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄ. Pl.R.372b, cf. Epin.975b, X.An.1.5.6, D.55.24 (op. κριθαί), Arist.Pr.863b2, LXX 2Re.17.28, Luc.Asin.28, 42, Dsc.1.120
sin op. explícita, Diocl.Fr.153.8, ἄλευρ', ὕδωρ, ἔλαιον ἀπόδος Men.Sam.227, cf. Phryn.Com.35, LXX Id.6.19, 1Pa.12.41, Polyaen.4.3.32, Plu.2.397a, SIG 741.10 (Nisa I a.C.), Poll.6.74, PRyl.280 (II d.C.), D.C.Epit.9.2.13, Orac.Sib.8.14, ἡ λευκὴ ἄλευρος Et.Gud.l.c.
ἄλευρον ἑφθόν harina cocida sinón. de pan Arist.Pr.893b32, cf. Theoc.14.7.
2 gener. harina de otros cereales o semillas ἄ. ὀρόβων Hp.Int.12, αἰρῶν ἄ. Hp.Nat.Mul.32, κρίθινον Dsc.1.72.2, κρίθινον τε καὶ πύρινον Apollon. en Gal.12.654, ἀ. ἀλφίτων Asclep.Iun. en Gal.12.743, τήλινον Dsc.3.40, αἴρινον Dsc.2.112, ἐρέγμινον Dsc.3.80.3, ἄλευρα θέρμινα Dsc.2.110.2, ἐρεβίνθου Crit.Hist. en Gal.12.883, κυάμινον Archig. en Gal.12.461, ἀ. φακοῦ Archig. en Gal.12.406, πιτυρῶδες Gal.15.576.
II ἄλευρον· chipr. τάφος Hsch.

• Etimología: Cf. μάλευρον.

English (Strong)

from aleo (to grind); flour: meal.

English (Thayer)

τό (ἀλεύω to grind), wheaten flour, meal: Hesychius ἄλευρα κυρίως τά τοῦ σίτου ἄλφιτα δέ τῶν κριθῶν. (Herodotus, Xenophon, Plato, Josephus, others.)