προσκαρτέρησις
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
εως, ἡ,
A perseverance, patience, Phld.Rh.1.11 S., Ep.Eph.6.18.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, Beharrlichkeit, Ausdauer bei Etwas, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαρτέρησις: ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
constance, assiduité.
Étymologie: προσκαρτερέω.
English (Strong)
from προσκαρτερέω; persistancy: perseverance.
English (Thayer)
προσκαρτερησεως, ἡ, (προσκαρτερέω), perseverance: Λεξ. ἀθης. under the word).