ψυδνός

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυδνός Medium diacritics: ψυδνός Low diacritics: ψυδνός Capitals: ΨΥΔΝΟΣ
Transliteration A: psydnós Transliteration B: psydnos Transliteration C: psydnos Beta Code: yudno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A v.l. for ψυδρός in Thgn.122.    II ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη, Hsch.: misspelt ψυάνη· ἁρεά, ὀλίγη, Theognost.Can. 26. (With ψυδνός (s. v.l.) cf. κυδνός; for the sense cf. ψύθιος.)

German (Pape)

[Seite 1402] = ψυδρός, Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu ψυδρός verhält, wie κυδνός zu κυδρός; ψεδνός aber ist f. L.

Greek (Liddell-Scott)

ψυδνός: -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = ψυδρός, ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ κυδνός, ὅπερ ὑπάρχει παρὰ τὸ κυδρός, Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ψυδρός.
Étymologie: ψεύδω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. ψευδής
2. φρ. «ψυδνή χέρσος»
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιά, ὀλίγη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -νός (πρβλ. στεγ-νός)].