ωδίνω
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
Greek Monolingual
ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α ὠδίς, -ῑνος]
1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ
2. μτφ. αγωνιώ
3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» — λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα
μσν.
παράγω («μέλισσα κηρίον ὠδίνουσα», Χριστόδ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) α) τίκτω, γεννώ
β) υφίσταμαι ωδίνες, έχω οξύ πόνο
2. μτφ. α) (για το πνεύμα) εγκυμονώ σκέψεις, στοχασμούς («ὠδίνεις γὰρ διὰ τὸ μὴ κενός, ἀλλ' ἐγκύμων εἶναι», Πλάτ.)
β) (γενικά) πονώ πολύ
γ) επιθυμώ πάρα πολύ
3. (μτβ.) κάνω κάτι να τρέμει σαν την ετοιμόγενη γυναίκα («ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν», ΠΔ).