αιτιώμαι
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
(-άομαι) (Α αἰτιῶμαι)
(αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, του καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ
αρχ.
1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τον ενοχοποιώ
2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τον τιμώ, τον υπολήπτομαι
3. ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω κάτι
4. προβάλλω κάτι ως αίτιο, δηλώνω, εκθέτω την πραγματική αιτία
5. κατηγορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία ή αίτιος βλ. λ..
ΠΑΡ. αιτίαμα, αιτίασις, αιτιατός
αρχ.
αἰτιατέον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπαιτιῶμαι, καταιτιῶμαι, προσαιτιῶμαι].