εἰσδέχομαι

English (LSJ)

Ion. ἐσδέκομαι,
A take into, admit, ἐς τὸ ἱρόν Hdt.1.144, cf. 206: c. acc. pers., S.OT238; εἰ. φρουράν IG22.43.22: c. acc. loc., οὐκ εἰσεδέξατ' οἶκον E.Supp.876: c. dat., ἄντροις εἰ. τινά receive him in the cave, Id.Cyc.35: rarely c. gen., τόνδ' εἰσεδέξω τειχέων, =τειχέων εἴσω ἐδέξω (cf. Sch. ad loc.), E.Ph.451: c. acc. dupl., ἐσδέξασθαί τινα συνοικιστῆρα admit him as a fellow-colonist, Pi.Fr.186; εἰ. τινά ὑπόστεγον S.Tr.376: aor. I εἰσδεχθῆναι in pass. sense, Luc.Tox.30, Merc.Cond.10.
2 c. acc. rei, σκῆψιν ἁγὼν οὗτος οὐκ ἐσδέξεται Ar. Ach.392; εἰ. εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς Pl.R. 425a.
3 of certain animals, take in their young after birth, Arist.HA566b17, GA754a29.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσδέχομαι E.IA 1228, Hp.Oct.3; ἐσδέκομαι Hdt.1.206
1 acoger, admitir, dejar entrar c. ac. de pers. o ref. pers. τὸν ἄνδρ' S.OT 238, cf. El.1128, D.S.20.56, LXX Ez.20.34, 2Ep.Cor.6.17, τοὺς πολιορκοῦντας Isoc.12.142, ἄλλον ὄχλον X.Cyr.5.5.4, cf. I.AI 14.285, D.H.6.52, τοὺς νεοττούς Arist.GA 754a29, cf. HA 566b17, I.BI 4.417, Luc.Herm.11, φρουράν Plb.18.15.3, cf. IG 22.43.22 (IV a.C.), τὴν λοιπὴν τάξιν LXX 2Ma.10.36, λυμεῶνας ... λύκους Epict.Gnom.42, εἰσδεδεγμένοι τέ εἰσιν εἰς τὰν τᾶς πόλεως χάριν ... πολλοὺς τῶν ἁγουμένων han acogido a muchas autoridades en beneficio de la ciudad, IG 5(1).1146.21 (I a.C.), Χάρυβδίν τινα ἢ θάλασσαν εἰσδεξαμένην ἀϊστῶσαι aniquilar a Caribdis o al mar que la acoge Abyd.6b, en v. pas. ἐκώλυσεν αὐτὸν εἰσδεχθῆναι Plu.2.846a, οἷα μὲν πρὸ τοῦ εἰσδεχθῆναι ... ὑπομένουσιν qué cosas aguantan antes de ser acogidos los pobres en casa de los ricos, Luc.Merc.Cond.10, cf. Tox.30
c. ac. y prep. c. compl. de lugar μηδαμοὺς ἐσδέξασθαι τῶν προσοίκων Δωριέων ἐς τὸ Τριοπικὸν ἱρόν Hdt.1.144, cf. 206, εἰς τὸ ἄστυ τὸ στρατόπεδον X.HG.1.1.21, εἰς τὴν οἰκίαν ... τούτους D.40.11, cf. Arist.Pr.952a31, Pol.1303a35, Hld.10.7.7, εἰς δὲ τὴν ἄκραν ... φυλακήν Plb.23.16.7, τὰ γεννηθέντα εἰς τὸ στόμα Ath.294e, ὥσπερ εἰ ... τοὺς πονηρούς καθ' ἑτέρας (θύρας) εἰσδέχοιτο Plu.2.413e
c. ac. y dat. loc. πρέσβυν ... ἐμῶν φίλαισιν ὑποδοχαῖς δόμων E.l.c., τὸν ... δεσπότην ... καθαροῖσιν ἄντροις E.Cyc.35, τὴν τὰ δείν' εἰργασμένην εἰσεδεξάμην μελάθροις τοῖς ἐμοῖς Men.Sam.517
abs., en teorías fís. sobre el vacío y lo pleno εἰ μὲν οὖν χωρεῖ τι ἢ εἰσδέχεται, οὐ πλέων Meliss.B 7.9
fig. c. ac. de abstr. τίν' εἰσδέδεγμαι πημονὴν ὑπόστεγον λαθραῖον qué desgracia he dejado entrar, sin saberlo, bajo mi techo S.Tr.376, cf. CIRB 119.6 (Panticapeo I a.C.), ὅταν ... παῖδες ... εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέξωνται Pl.R.425a
aceptar, recibir c. ac. de cosa τὰ δ' ἄλλα ἀνεστομώθη ὥστε ἐσδέχεσθαί τε τὰ ἐσιόντα Hp.l.c., cf. Loc.Hom.24, μόνον δὲ αὐτὸ (τὸ πῦρ) οὐκ εἰσδεχόμενον τὰ ἄλλα (σώματα) Plot.1.6.3, cf. Olymp.in Mete.321.19, tb. c. ac. de lugar χρυσὸν ... οὐκ εἰσεδέξατ' οἶκον no aceptó oro en su casa E.Supp.876
recibir, dar entrada en los graneros públicos al trigo transportado desde las eras, en v. pas. PLille 13.3, cf. PSI 510.8 (ambos III d.C.)
en el sent. material de dar cabida a ξύλων δύο ... ἀποκεχωρισμένων ὅσον κατὰ πλάτος εἰσδέξασθαι τὰ ὀρθά Poliorc.237.13, cf. 221.3, 224.13
acoger, aceptar en sent. sexual dar satisfacción εἰσδέχομαι φιλόπαιδα, γυναικομανῆ, φιλυβριστήν AP 5.49 (Tudicius).
2 c. ac. de pers. y adj. pred. admitir, aceptar como αὐτόν με ... ἔσδεξαι τεμενοῦχον Call.Fr.813 (= Pi.Fr.186), ἁγνόν με οἱ πατέρες εἰσδέξονται LXX 4Ma.5.37, en v. pas. κανονικῶς εἰσεδέχθησαν fueron admitidos según los cánones Pamph.Mon.Solut.14.12.
3 admitir, tolerar, permitir c. ac. de abstr. σκῆψιν ἀγὼν οὗτος οὐκ εἰσδέξεται el debate no admitirá demora Ar.Ach.392, τὸ μὴ δυνηθὲν (περίττωμα) ... μεταβολὴν εἰσδέξασθαι Gal.3.360, cf. Iambl.Myst.5.4.
4 jur. admitir el reconocimiento legal de un hijo, And.Myst.127.

German (Pape)

[Seite 741] hinein-, darin aufnehmen, einlassen; γῆς εἰσδέχεσθαι, ins Land, Soph. O. R. 238; τίν' εἰσδέδεγμαι πημονὴν ὑπόστεγον, ins Haus, Tr. 375, vgl. El. 1117; τινὰ τειχέων Eur. Phoen. 454; οἶκον, ins Haus, Eur. Suppl. 876; ἄντροις, in der Höhle, Cycl. 35; εἰς τὸ ἱρόν Her. 1, 144; Thuc. 4, 111 u. Folgde; προφάσεις, annehmen, Plat. Crat. 421 d. – Pass., εἰσδεχθέντες Dem. 40, 14; εἰσδεχθῆναι Luc. Tox. 30.

French (Bailly abrégé)

1 recevoir dans;
2 au sens Pass. (seul. ao. εἰσεδέχθην) être admis, se faire admettre.
Étymologie: εἰς, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσδέχομαι: староатт. ἐσδέχομαι, ион. ἐσδέκομαι
1 принимать, впускать, допускать (μηδαμοὺς ἐς τὸ ἱρόν Her.; τι οἶκον и τινα ἄντροις Eur.; τινα τειχέων Eur. и τοὺς φυγάδας Arst.; τῆς γῆς Soph.): εἰ. τινα ὑπόστεγον Soph. принять кого-л. под свой кров;
2 воспринимать, усваивать (εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς Plat.; τὸν λόγον δι᾽ ὤτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσδέχομαι: Ἰων. ἐσδέκομαι: μέλλ. -δέξομαι: ἀποθ.: - δέχομαι ἐντός, ἐπιτρέπω τὴν εἴσοδον, ἐς τὸ ἱρὸν Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. 206· μετ’ αἰτ., οὐκ εἰσεδέξατ’ οἶκον Εὐρ. Ἱκ. 876· μετὰ δοτ., ἄντροις εἰσδέξασθαί τινα ὁ αὐτ. Κύκλ. 35· σπανίως μετὰ γεν., τόνδ’ εἰσεδέξω τειχέων = τειχέων εἴσω ἐδέξω (κατὰ τὸν Σχολιαστήν), Εὐρ. Φοίν. 451· ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 238: - μετὰ διπλῆς αἰτιατ., εἰσδέξαι τινὰ συνοικιστῆρα Πινδ. Ἀποσπ. 185· εἰσδ. τινα ὑπόστεγον Σοφ. Τρ. 376, πρβλ. Ἠλ. 1128. 2) μετ’ αἰτ. πραγμ., εἰσδ. εὐνομίαν Πλάτ. Πολ. 425Α· εἰσδέχεσθαι προφάσεις, παραδέχεσθαι προφάσεις, ὁ αὐτ. Κρατ. 421D. 3) ἐπί τινων ζῴων εἰσδεχομένων τὰ νεογνὰ αὑτῶν μετὰ τὸν τοκετόν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 2· ἀόρ. α΄ εἰσδεχθῆναι ἐπὶ παθ. σημασ., Λουκ. Τόξαρ. 30, π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 10.

English (Strong)

from εἰς and δέχομαι; to take into one's favor: receive.

English (Thayer)

future εἰσδέχομαι; to receive kindly, i. e. contextually, to treat with favor: τινα, Pindar and Sophocles down. Synonym: cf. δέχομαι, at the end.)

Greek Monolingual

εἰσδέχομαι (Α)
1. επιτρέπω την είσοδο
2. υποδέχομαι
3. παραδέχομαι, παίρνω («εἰσδέξαι τινὰ συνοικιστῆρα»).

Greek Monotonic

εἰσδέχομαι: Ιων. ἐσ-δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, αποθ., δέχομαι μέσα, επιτρέπω την είσοδο, ἐςτὸ ἱρόν, σε Ηρόδ.· με αιτ., σε Ευρ.· με δοτ., ἄντροις εἰσδέξασθαί τινα, υποδέχομαι κάποιον σε σπηλιά, σε σπήλαιο, στον ίδ.· εἰσδ. τινα ὑπόστεγον, σε Σοφ.

Middle Liddell

ionic ἐσ-δέκομαι fut. -δέξομαι
Dep.:— to take into, admit, ἐς τὸ ἱρόν Hdt.; c. acc., Eur.; c. dat., ἄντροις εἰσδέξασθαί τινα to receive him in the cave, Eur.; εἰσδ. τινα ὑπόστεγον Soph.

Chinese

原文音譯:e„sdšcomai 誒士-得何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:進入-領受
字義溯源:信任,收納,領入,歡迎;由(εἰς)*=到,進入)與(δέχομαι)*=領受)組成。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 就收納(1) 林後6:17

Lexicon Thucydideum

admittere, intromittere, to admit, let in, 4.111.2, 8.16.8.