εὐθύτης
English (LSJ)
[ῠ], εὐθύτητος, ἡ, (εὐθύς)
A straightness, opp. καμπυλότης, Arist. Cat.10a12; opp. περιφέρεια, Id.Mete.385b30; εὐθύτης τριχῶν, opp. οὐλότης, Id.GA782a3; ἡ εὐθύτης τῆς τάσεως the direction... Gal.6.193.
II righteousness, LXX Jo.24.14, al.
German (Pape)
[Seite 1072] ητος, ἡ, die Geradheit, gerade Richtung, Arist. meteor. 4, 9; übertr., Ehrlichkeit, E. M.
French (New Testament)
Russian (Dvoretsky)
εὐθύτης: ητος ἡ
1 прямизна, прямолинейность (τριχῶν Arst.): εἰς εὐθύτητα Arst. по прямой линии;
2 прямота, правота NT.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐθύτης) ευθύς
1. ευθύγραμμη διεύθυνση
2. εντιμότητα, ειλικρίνεια (α. «ευθύτητα χαρακτήρα» β. «λατρεύσατε Αὐτὸν ἐν εὐθύτητι καὶ δικαιοσύνῃ», ΠΔ)
αρχ.-μσν.
η κατεύθυνση, η πορεία («ἡ εὐθύτης τῶν πραγμάτων», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
φρ. «ἡ εὐθύτης τῆς τάσεως» — η κατεύθυνση.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύτης: -ητος, ἡ, (εὐθὺς) ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετ. τῷ καμπυλότης, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 20· προσέτι ἀντίθετον τῷ περιφέρεια, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 9, 6· εὐθύτης τριχῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οὐλότης, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. δικαιοσύνη, Ἑβδ. (Ἰησ. ΚΔ΄, 14).
English (Strong)
from εὐθύς; rectitude: righteousness.
English (Thayer)
εὐθύτητος, ἡ (from the adjective εὐθύς), rectitude, uprightness: tropically, ῤάβδος εὐθύτητος, an impartial and righteous government, Psalm 45:7>).
Chinese
原文音譯:eÙqÚthj 由-替帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-安置(著)
字義溯源:正直,公義;源自(εὐθύσ1 / εὐθύσ2)*=直的)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 正直(1) 來1:8
Translations
integrity
Albanian: ndershmëri; Arabic: أَمَانَة, نَزَاهَة; Belarusian: сумленнасць; Bengali: সত্যনিষ্ঠা; Bulgarian: интегритет, честност; Catalan: integritat; Cebuano: integridad; Chinese Mandarin: 正直; Czech: integrita, zásadovost; Finnish: rehellisyys, suoraselkäisyys, kunniallisuus; German: Integrität; Greek: ακεραιότητα; Ancient Greek: ἁγνεία, ἁγνότης, ἀδιαφθορία, ἀδωροδοκία, ἀκεραιότης, ἀνδραγαθία, ἀνεπιμιξία, ἁπλοσύνη, ἀφθαρσία, ἀφθορία, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, ἐλευθερία, εὐθύτης, εὐσυνειδησία, καθαρειότης, τὸ ἀδέκαστον; Irish: ionracas; Italian: integrità; Latin: honestas, integritas; Malay: kejujuran, integriti; Maori: ngākau tapatahi; Middle English: honeste; Polish: prawość, uczciwość; Portuguese: integridade; Romanian: integritate; Russian: честность; Serbo-Croatian Cyrillic: интегрѝте̄т, чѐстито̄ст; Roman: integrìtēt, čèstitōst; Spanish: integridad; Swahili: uadilifu; Swedish: integritet; Tagalog: integridad; Ukrainian: чесність