κατάθεμα

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάθεμα Medium diacritics: κατάθεμα Low diacritics: κατάθεμα Capitals: ΚΑΤΑΘΕΜΑ
Transliteration A: katáthema Transliteration B: katathema Transliteration C: katathema Beta Code: kata/qema

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = ἀνάθεμα, accursed thing, Apoc.22.3.
II curse, Tab.Defix.Aud.22.23 (Curium, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1349] τό, = κατανάθεμα, N.T.

Greek Monolingual

κατάθεμα, τὸ (Α) κατατίθημι
1. ανάθεμα, αναθεματισμένο πράγμα
2. κατάρα.

Russian (Dvoretsky)

κατάθεμα: ατος τό NT проклятие.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάθεμα -ατος, τό [κατατίθημι] datgene waar een vloek op rust:. πᾶν κατάθεμα οὐκ ἔσται ἔτι er zal niets meer zijn waarop een vloek rust NT Apoc. 22.3.

Chinese

原文音譯:katan£qema 卡特-安那-帖馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-向上-安置(果效) 相當於: (חָרַם‎) (חֵרֶם‎)
字義溯源:咒詛;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛)組成;其中 (ἀνάθεμα)出自 (ἀνατίθημι)=宣布,而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。參讀 (ἀνάθεμα)同義字
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 咒詛(1) 啓22:3

French (New Testament)

ατος (τὸ) malédiction ; objet d'une malédiction
[postér. c. κατανάθεμα]