ἤπερ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
poet. ἠέπερ, (ἤ) than at all, than even, after a Comp., v. ἤ (A).
German (Pape)
[Seite 1174] poet. ἠέπερ, als etwa, als selbst, Il. 1, 260 u. öfter, wie Her. u. A.
French (Bailly abrégé)
poét. ἠέπερ;
conj.
que.
Étymologie: ἤ ou ἠέ, περ.
Russian (Dvoretsky)
ἤπερ: эп. ἠέπερ нежели, чем Her.: τοῦ ἐγὼ καὶ μᾶλλον ὀδύρομαι ἤ. ἐκεινου Hom. о том я тревожусь еще больше, чем об этом.
Greek (Liddell-Scott)
ἤπερ: ποιητ. ἠέπερ, (ἢ) ἢ παρά, μετὰ συγκρ., Ὅμ. Ἠρόδ.
English (Autenrieth)
see ἤ, ἠέ.
English (Strong)
from ἤ and περ; than at all (or than perhaps, than indeed): than.
Greek Monolingual
(I)
ἤπερ και ποιητ. τ. ἠέπερ (Α)
ή ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἤ + περ].
(II)
ᾗπερ (Α)
επίρρ. με τον ίδιο τρόπο, όπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾗ + περ].
Greek Monotonic
ἤπερ: ποιητ. ἠέ-περ (ἤ), παρά· με συγκρ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
[ἤ]
than at all, than even, Hom.
Chinese
原文音譯:½per 誒-胚而
詞類次數:連詞(1)
原文字根:或-恰好
字義溯源:過於,比較;由(ἤ)*=或)與(περ)=多,果然)組成;而 (περ)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)出自(πειράω)X*=刺)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 過(1) 約12:43