ὑπεραγαπάω

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾰγᾰπάω Medium diacritics: ὑπεραγαπάω Low diacritics: υπεραγαπάω Capitals: ΥΠΕΡΑΓΑΠΑΩ
Transliteration A: hyperagapáō Transliteration B: hyperagapaō Transliteration C: yperagapao Beta Code: u(peragapa/w

English (LSJ)

love exceedingly, make much of, c. acc., D.23.196, Arist.EN1168a1; τινά τινος for a thing, J.AJ12.4.6.

German (Pape)

[Seite 1189] übermäßig lieben, Dem. 13, 21 u. Sp., wie Luc. Tox. 25.

French (Bailly abrégé)

ὑπεραγαπῶ :
chérir extrêmement ou à l'excès, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἀγαπάω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερᾰγᾰπάω: чрезвычайно любить (τι Dem., Arst.): ὑ. τι πάντων Plut. любить что-л. больше всего.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾰγᾰπάω: ἀγαπῶ εἰς ὑπερβολήν, ὑπερβαλλόντως, μετ’ αἰτ., Δημ. 686. 9, πρβλ. 172. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 7, 3· τινά τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 6.

Greek Monotonic

ὑπερᾰγᾰπάω: αγαπάω υπερβολικά, εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό, σε Δημ.

Middle Liddell


to love exceedingly, make much of, Dem.