Κεραμεικός
English (LSJ)
ὁ, Kerameikos, Ceramicus, the Potters' Quarter at Athens, Menecl. 3, cf. Sch. Ar. Av. 395, Eq. 769, Ra. 131.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le Céramique, propr. « le quartier des potiers », faubourg d'Athènes où l'on enterrait les soldats morts au combat.
Étymologie: κεραμεύω.
Greek Monotonic
Κερᾰμεικός: ὁ, συνοικία κεραμέων· στην Αθήνα δυο μέρη ονομάζονταν Κεραμεικός, το ένα μέσα και το άλλο έξω από τη Δίπυλο της Θρακικής Πύλης, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Κερᾰμεικός: ὁ Керамик, «Гончарный квартал» (сев.-зап. часть Афин, разделенная городской стеной на две части; его загородная часть - внешний Κ. - служил с 491 г. до н. э. местом погребения, для павших на войне афинян) Thuc.
Middle Liddell
Κερᾰμεικός, οῦ, κέραμος
the potter's quarter: in Athens two places were called Cerameicus, one within and the other without the Dipylon or Thriasian Gate, Thuc., etc.