αλλοιόμορφος

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλοιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μεταβαλλόμενη μορφή, ο παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοῖος + -μορφος < μορφή.