αμφισημία
Greek Monolingual
η (Γλωσσολ.) όρος της σημασιολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει λέξεις, φράσεις ή προτάσεις με διπλή, διφορούμενη σημασία (αμφίσημη λέξη, φράση ή πρόταση). Αμφισημία λ.χ. χαρακτηρίζει τη λέξη άκοπος (1. χωρίς κόπο, 2. που δεν έχει κοπεί) και την πρόταση όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη: «πήρε τα βιβλία άκοπα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφίσημος < αμφι- + -σημος < σήμα].
Translations
ambiguity
Arabic: اِلْتِبَاس, إِبْهَام; Armenian: երկիմաստություն, անորոշություն, երկդիմություն; Asturian: ambigüedá; Catalan: ambigüitat; Chinese Mandarin: 模棱兩可的詞句/模棱两可的词句, 有歧義的詞句/有歧义的词句, 雙關語/双关语; Czech: mnohoznačnost, dvojsmysl; Danish: tvetydighed; Dutch: dubbelzinnigheid, ambiguïteit; Esperanto: dusencaĵo, ambiguo; Finnish: monitulkintaisuus, monimerkityksisyys, ambiguiteetti; French: ambiguïté; Galician: ambigüidade; Georgian: გაურკვევლობა, ორაზროვნება; German: Ambiguität, Mehrdeutigkeit, Doppeldeutigkeit, Zweideutigkeit, Vieldeutigkeit, Doppelsinnigkeit, Uneindeutigkeit, Doppelbödigkeit, Doppelsinn, Polysemie, Ambivalenz; Greek: αμφισημία, ασάφεια; Ancient Greek: ἀδηλία, ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφισβήτησις, διπλόη, διπλότης, διττότης, διφασία, ἐπαμφοτερισμός, ἐπιδίστασις, κοινότης, λοξότης, λόξωσις, ὁμωνυμία, τὸ ἀμφίγλωσσον, τὸ ἀμφιρρεπές, τὸ δισσόν, τὸ διττόν; Hebrew: דּוּ-מַשְׁמָעוּת; Hungarian: kétértelműség, félreérthetőség; Italian: ambiguità, dubbio; Japanese: 曖昧さ; Korean: 애매모호(曖昧模糊); Latin: ambiguitas; Luxembourgish: Ambiguitéit; Macedonian: двосмисленост, нејасност; Norwegian Bokmål: tvetydighet; Persian: گنگی; Polish: wieloznaczność; Portuguese: ambiguidade; Romanian: ambiguitate; Russian: двусмысленность, неясность; Scottish Gaelic: dà-sheaghachas; Serbo-Croatian Cyrillic: амбигвитет; Roman: ambigvitet, višeznačnost, dvosmislenost; Spanish: ambigüedad; Swedish: tvetydighet; Thai: ความกำกวม; Turkish: muğlâklık, ikircim; Ukrainian: двозначність, неоднозначність, неясність; Vietnamese: sự tối nghĩa, sự mơ hồ; Welsh: amwysedd