ανάρρους

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

ο (Α ἀνάρρους, -οος)
ροή προς τα επάνω ή πίσω ή προς αντίθετη κατεύθυνση, αντίρρευμα, υποχώρηση των κυμάτων.