ανακύπτω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀνακύπτω) κύπτω
1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά
2. ακολουθώ σαν αποτέλεσμα, προκύπτω
νεοελλ.
συνέρχομαι από κάποια συμφορά, αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές)
αρχ.
1. σηκώνω ψηλά ή κλίνω προς τα πίσω το κεφάλι
2. ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού, αναδύομαι
3. βγαίνω από δύσκολη θέση, απαλλάσσομαι από τις δυσκολίες.