η (Α ἀναπομπή) ἀναπέμπω
το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοση
νεοελλ.
εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν του Θεού ή υψηλών προσώπων
αρχ.
1. αναγωγή, αναφορά
2. φρ. «αναπομπή θησαυρών», εξόρυξη ή ανακάλυψη θησαυρού.