αἰσχύνομαι
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (Strong)
from aischos (disfigurement, i.e. disgrace); to feel shame (for oneself): be ashamed.
French (Bailly abrégé)
(f. αἰσχυνοῦμαι, rar. αἰσχυθήσομαι ; ao. ᾐσχύνθην, pf. rare ᾔσχυμμαι);
1 avoir le sentiment de l'honneur;
2 avoir honte ; τι ou τινι de qch ; τινα devant qqn.
Étymologie: αἰσχύνη.
Chinese
原文音譯:a„scÚnomai 埃士虛羅買
詞類次數:動詞(5)
原文字根:卑鄙
字義溯源:感覺羞恥,蒙羞,羞辱,羞愧,怕羞;源自(αἰσθητήριον)Y*=毀容)。這字的幾次使用總是用被動語氣。基督徒今天不當覺得羞恥( 彼前4:16),那日在他面前也不至羞愧( 約壹2:28)
同源字:1) (αἰσχροκερδής)下賤的 2) (αἰσχροκερδῶς)下賤地 3) (αἰσχρολογία)卑鄙的談話 4) (αἰσχρός)可恥的事 5) (αἰσχρός)可恥的 6) (αἰσχρότης)可恥 7) (αἰσχύνη)羞恥 8) (αἰσχύνομαι)感覺羞恥 9) (ἐπαισχύνομαι)看為羞恥 10) (καταισχύνω)使蒙羞
出現次數:總共(5);路(1);林後(1);腓(1);彼前(1);約壹(1)
譯字彙編:
1) 蒙羞(1) 約壹2:28;
2) 要羞恥(1) 彼前4:16;
3) 我羞愧(1) 腓1:20;
4) 慚愧(1) 林後10:8;
5) 怕羞(1) 路16:3