βαθύστρωτος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
βαθύστρωτον, deep-strewn, well-covered, λέκτρα Musae.266; κοίτη Babr.32.7.
Spanish (DGE)
(βᾰθύστρωτος) -ον
de gruesas mantas κοίτη Babr.32.7, λέκτρα Nonn.D.15.111, 20.26, Musae.266.
German (Pape)
[Seite 425] κοίτη, tiefgedeckt, weich gepolstert, Babr. 32, 7; λέκτρα Mus. 266.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux couvertures épaisses (couche, lit).
Étymologie: βαθύς, στρώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
βαθύστρωτος: высоко, т. е. мягко постланный (κλίνη Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύστρωτος: -ον, ὁ βαθέως ἐστρωμένος, ὁ παχέα στρώματα ἔχων, καλῶς ἐστρωμένος, λέκτρα Μουσαῖ. 266· κλίνη Βάβρ. 32. 7.
Greek Monotonic
βᾰθύστρωτος: -ον, αυτός που έχει στρωθεί με βαθιά και παχιά στρώματα, καλυμμένος καλά, σε Βάβρ.
Middle Liddell
deep-strewn, well-covered, Babr.