βαρυαής
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
βαρυαές,
A breathing hard, ὕπνος Opp.C.3.421.
II strong-smelling, Nic.Th.43.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠᾱής) -ές
1 que provoca una respiración pesada ὕπνος Opp.C.3.421.
2 que exhala un olor fuerte μελάνθειον Nic.Th.43.
German (Pape)
[Seite 433] ές, 1) schwer athmend, ὕπνος Opp. C. 3, 421. – 2) stark, beschwerlich riechend, Nic. Th. 43.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυᾱής: -ές, ὁ βαρέως ἀναπνέων, βαρύπνους, ὕπνος Ὀππ. Κ. 3. 421. ΙΙ. ὁ ἰσχυρὰν ὀσμὴν παρέχων, Νίκ. Θ. 43.
Greek Monolingual
βαρυαής, -ές (Α)
1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» — ύπνος με βαρύ φύσημα
2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)].