βαρυθυμέω
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
English (LSJ)
to be weighed down: to be melancholy or be indignant, LXX Nu.15.16, App.BC2.20; ἐπί τινι D.S. 20.41:—Med., Plu.Sull.6.
Spanish (DGE)
1 irritarse, molestarse ἐπὶ τῷ πάθει D.S.20.41, ἐδεδοίκει ... Στάτειραν ... βαρυθυμοῦσαν μέγα τι βουλεύσειν αὐτῷ κακόν temía que Estatira, irritada, tramase contra él un gran daño Charito 6.6.2, en v. med. ἐφ' ᾧ ... βαρυθυμούμενος Plu.Sull.6, cf. LXX Nu.16.15, cf. PTeb.712.7 (II a.C.), App.BC 2.20, LXX 3Re.11.25.
2 estar afligido, entristecerse ἁλιεῖς ... οὐ μετρίως ἐβαρυθύμουν los pescadores se quedaron muy tristes Aesop.13.1, en v. pas., Plu.2.739e, cf. Poll.3.98, Hsch.
German (Pape)
[Seite 434] mißmütig sein, ἐπί τινι D. Sic. 20, 41; App. B. C. 2, 20; med. Plut. Sull. 6.
French (Bailly abrégé)
βαρυθυμῶ :
f. βαρυθυμήσω;
supporter avec peine, être irrité ou mécontent.
Étymologie: βαρύθυμος.
Russian (Dvoretsky)
βαρυθῡμέω: быть раздраженным, негодовать, сердиться (ἐπί τινι Diod., med. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠθῡμέω: εἶμαι βαρύθυμος, μελαγχολικὸς ἢ ἠγανακτημένος. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 20· ἐπί τινι Διόδ. 20. 41· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. Σύλλ. 6.
Greek Monotonic
βᾰρῠθῡμέω: μέλ. -ήσω, είμαι βαρύθυμος, αποκαρδιωμένος, μελαγχολικός· στη Μέσ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from βαρύθυμος
to be weighed down: to be heavy at heart: in Mid., Plut.