βοηγενής
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
English (LSJ)
βοηγενές, born of an ox, of bees, AP9.363.13 (Mel.).
Spanish (DGE)
-ές
nacido de un toro ἔργα ... βοηγενέεσι μελίσσαις καλὰ μέλει hermosas obras ocupan a las abejas nacidas de toro, AP 9.363.13 (Mel.), cf. βουγενής.
German (Pape)
[Seite 451] ές, = βουγενής, μέλισσαι, aus Rindern entstanden, Mel. 110, 13 (IX, 363).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. βουγενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηγενής -ές βοῦς, γίγνομαι uit een rund geboren.
Russian (Dvoretsky)
βοηγενής: Anth. v.l. = βουγενής.
Greek (Liddell-Scott)
βοηγενής: -ές, =βουγενής, γεννηθεὶς ἐκ βοός, ἐπὶ μελισσῶν, Ἀνθ. II. 9. 363, 13 · πρβλ. βούπαις ΙΙ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βοηγενής: -ές (γίγνομαι), γεννημένος από βόδι, λέγεται για τις μέλισσες, σε Ανθ.