βουθόρος

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουθόρος Medium diacritics: βουθόρος Low diacritics: βουθόρος Capitals: ΒΟΥΘΟΡΟΣ
Transliteration A: bouthóros Transliteration B: bouthoros Transliteration C: vouthoros Beta Code: bouqo/ros

English (LSJ)

βουθόρον, vaccas iniens, ταῦρος A.Supp.301.

Spanish (DGE)

-ον que cubre a las vacas ταῦρος A.Supp.301.

German (Pape)

[Seite 456] Kühe bespringend, ταῦρος Aesch. Suppl. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui saillit les génisses.
Étymologie: βοῦς, θρῴσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουθόρος -ον βοῦς, θρῴσκω koeien bespringend.

Russian (Dvoretsky)

βουθόρος: покрывающий коров (ταῦρος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βουθόρος: -ον, ὁ τὰς βοῦς ὀχεύων, ταῦρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 301.

Greek Monolingual

βουθόρος, -ον (Α)
φρ. «βουθόρος ταῦρος» — αυτός που βατεύει τις αγελάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β' του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)].