βαφτίζω
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
Greek Monolingual
(AM βαπτίζω)
1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος
2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ»)
μσν.- νεοελλ.
1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της καλυμβήθρας»)
2. δίνω όνομα, ονομάζω
3. (για αλλόθρησκο) κάνω κάποιον χριστιανό
νεοελλ.
1. ανακατεύω κρασί ή γάλα με νερό («βαφτισμένο κρασί»)
2. προξενώ σε κάποιον εξαιρετική ευχαρίστηση
αρχ.-μσν.
1. βυθίζω, μπήγω ξίφος, καρφί κ.λπ.
2. αντλώ με την κούπα κρασί
3. κατακλύζω, πλημμυρίζω («ἐβάπτισαν τὴν πόλιν»)
4. καθαίρω, εξαγνίζω
5. (-ομαι) είμαι μεθυσμένος
αρχ.
(-ομαι) βουλιάζω, καταποντίζομαι («ὀφλήμασι βεβαπτισμένοι» — βουλιαγμένοι στα χρέη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαπτίζω αποτελεί παρεκτεταμένο ρηματικό τ. του βάπτω, το δε βαφτίζω είναι μεταπλασμένος τ. του βαπτίζω. Επειδή το βάπτω χρησιμοποιήθηκε κυρίως με την έννοια «χρωματίζω», το ρ. βαπτίζω αντικατέστησε το βάπτω στη σημασία του «βουτώ, βυθίζω» (Πλάτων, Ιπποκρ., μτγν. Ελληνική), ενώ στους βυζαντινούς χρόνους πέρασε στο χριστιανικό λεξιλόγιο με τις γνωστές σημασίες.
ΠΑΡ. βαπτιστής
αρχ.-μσν.
βάπτισις, βάπτισμα, βαπτισμός, βαπτιστήριον
μσν.
βαπτίσιν, βαπτιστικός.
ΣΥΝΘ. αναβαπτίζω, εμβαπτίζω
νεοελλ.
μεταβαπτίζω, ξαναβαφτίζω, ξεβαφτίζω
αρχ.-μσν.
καταβαπτίζω
μσν.
παραβαπτίζω
αρχ.
επιβαπτίζω].