βραστικός
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
βραστική, βραστικόν, f.l. for βλαστικός, Herm. ap. Stob.1.41.7.
Greek (Liddell-Scott)
βραστικός: -ή, -όν, (βράζω) ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς βράσιν ἢ ζύμωσιν, κίνησις Ἑρμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 742.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βραστικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
βρασμένος, ζεστός
αρχ.
ο σχετικός με τη βράση ή τη ζύμωση.