σκευωρώ

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

σκευωρῶ, -έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῦμαι, -έομαι, και σκαιωρῶ, -έω και σκαιωροῦμαι, -έομαι, Α
σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι σκευωρούν συνεχώς εναντίον του»
αρχ.
1. φυλάγω τα σκεύη, είμαι σκευωρός
2. έχω την προσοχή μου στραμμένη σε κάτι, παρατηρώ ή εξετάζω κάτι καλά («τοὺς τάφους σκευωρεῖσθαι τοὺς τῶν βασιλέων», Στράβ.)
3. λαφυραγωγώ, λεηλατώ («σκευωρεῖσθαι τὴν Πομπηΐον οἰκίαν», Πλούτ.)
4. παρασκευάζω, κατασκευάζω («τολμῆσαι τοιαῡτά γ' ἐσκευωρημένον καὶ πεποιηκότα», Δημοσθ.)
5. ενεργώ δολίως και με πανουργία
6. κλέβω τις ιδέες άλλου, αντιγράφω τα συγγράμματα άλλων
7. φρ. «σκευωροῦμαι ὑποκρίσεις» — επινοώ μέσα για να κάνω δραματική εντύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκευωρός. Η λ., από την αρχική σημ. «είμαι σκευωρός, φροντίζω τα σκεύη», έλαβε στην καθημερινή γλώσσα τη σημ. «εξετάζω κάτι με προσοχή» και στη συνέχεια «σχεδιάζω κάτι κακό, μηχανορραφώ». Η γρφ. σκαιωρῶ οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του επιθ. σκαιός «αριστερός, δυσοίωνος, επιζήμιος»].