γαλεάγρα

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλεάγρα Medium diacritics: γαλεάγρα Low diacritics: γαλεάγρα Capitals: ΓΑΛΕΑΓΡΑ
Transliteration A: galeágra Transliteration B: galeagra Transliteration C: galeagra Beta Code: galea/gra

English (LSJ)

ἡ, weasel-trap or weasel-cage, Hyp.Fr.34,239: metaph., πλοῖον ἀνεῳγμένη γ. Secund.Sent.17: generally, cage for beasts, LXX Ez.19.9, cf. Hierocl.p.59A.; θηρίων Str.6.2.6; used for prisoners, Plu.Phoc.33, App.Pun.4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. γαλαιά- Nil.M.79.244A
1 trampa para comadrejas, IG 13.422.2.139 (V a.C.), Hyp.Fr.34, 239, Thphr.HP 5.7.6
fig. trampa de una nave, Secund.Sent.14.
2 gener. jaula grande para animales πτελέα δὲ πρὸς θυροπηγίας καὶ γαλεάγρας olmos para (fabricación de) puertas y jaulas grandes Thphr.HP 5.7.6, para jabalíes, leones y otras fieras, LXX Ez.19.9, PLond.2000.9 (III a.C.), D.L.5.5, 6.51, Str.6.2.6, Hierocl.p.59, T.Iob 27.1, usada para guardar prisioneros, Plu.Phoc.33, App.Pun.4, D.C.59.10.4, 62.5.4
fig. ref. a pers. ἀπὸ τῆς γαλαιάγρας καθυβρίζων Nil.l.c.
3 n. de un tipo de prensa para el vino transcr. al ár. ghālāāghrā Hero Mech.3.16, 17.

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, Wiesel- od. Marderfalle, Arr. bei Poll. 10, 155; vgl. Ath. XIV, 616 c; D. L. 6, 51.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλεάγρα -ας, ἡ γαλέη, ἄγρα kooi.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλεάγρα:
1 западня или капкан для мелких хищников Arph.;
2 железная клетка для зверей Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλεάγρα: ἡ, παγίς, δι’ ἧς συλλαμβάνονται γαλαῖ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 474· μεταφ., ἐπὶ κλωβοῦ καθειργμένων, Ὑπερείδ. παρ' Ἀθην. 616C, Στράβων 273, Ἑβδ.

Greek Monolingual

και γαλιάγρα, η (AM γαλεάγρα)
μσν.- νεοελλ.
κοχλιωτό πιεστήριο για ελιές, κηρήθρες, σταφύλια, κ.λπ.
αρχ.
1. παγίδα για άγρια ζώα
2. κλουβί για άγρια ζώα
3. κλουβί ή φυλακή για ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη + άγρα «καταδίωξη και σύλληψη ζώων, πτηνών κ.λπ.»].