γαστρώδης

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαστρώδης Medium diacritics: γαστρώδης Low diacritics: γαστρώδης Capitals: ΓΑΣΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: gastrṓdēs Transliteration B: gastrōdēs Transliteration C: gastrodis Beta Code: gastrw/dhs

English (LSJ)

ες, = γαστροειδής, pot-bellied, Ar.Pl.560: generally, convex, bulging, Hp.Medic.7, Gal.19.120.

Spanish (DGE)

-ες
1 de pers. barrigudo, panzudo Ar.Pl.560.
2 de obj. abombado, ventrudo, convexo σικύα μὴ γ. ventosa no abombada Hp.Medic.7, σμιλίον ἰατρικὸν γ. escalpelo médico convexo Gal.19.120.

German (Pape)

[Seite 476] ες, = γαστροειδής, dickbauchig, Hippocr.; Ar. Plut. 560 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
ventru.
Étymologie: γαστήρ, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαστρώδης -ες γαστήρ buikig, bolrond.

Russian (Dvoretsky)

γαστρώδης: толстопузый, с большим животом (γαστρώδεις καὶ πίονες Arph.).

Greek Monolingual

γαστρώδης, -ες (Α) γαστήρ
1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά
2. ο πρησμένος, ο εξογκωμένος.

Greek Monotonic

γαστρώδης: -ες = γαστροειδής, αυτός που έχει διογκωμένη κοιλιά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρώδης: -ες, =γαστροειδής, ὁ εὐρεῖαν ἔχων κοιλίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 560· καθόλου, ἐξωγκωμένος, φουσκωμένος, Ἱππ. 20. 40.

Middle Liddell

= γαστροειδής,]
pot-bellied, Ar.