γρῦλος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
later γρύλλος, Hsch., ὁ,
A pig, porker, Plu.2.986b, Zonar.
2 = γόγγρος, Diph.Siph. ap. Ath.8.356a, Nic.Fr.122.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 petit porc, porcelet, animal;
2 congre, poisson.
Étymologie: γρῦ.
Greek (Liddell-Scott)
γρῦλος: μεταγεν. γρύλλος (Ἀρκάδ. 52), ὁ, χοῖρος, Ζωναρ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 985, κἑξ. 2) =γόγγρος, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356 Α, Νίκ. Αὐτ. 288C. ΙΙ. Αἰγυπτιακός τις χορός, Α. Β. (Ὀνοματοπ.).
Greek Monotonic
γρῦλος: ή γρύλλος, ὁ, γουρούνι, χοίρος, θρεφτάρι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
a pig, porker, Plut.
German (Pape)
s. γρύλλος.