γυιοδάμας

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοδάμας Medium diacritics: γυιοδάμας Low diacritics: γυιοδάμας Capitals: ΓΥΙΟΔΑΜΑΣ
Transliteration A: gyiodámas Transliteration B: guiodamas Transliteration C: gyiodamas Beta Code: guioda/mas

English (LSJ)

ὁ, athlete.

Spanish (DGE)


• Prosodia: [-ᾰ-]
el que doblega los miembros, αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις del preparador de pancratistas, Pi.I.5.59, cf. Sch.ad loc.

German (Pape)

[Seite 508] ὁ, oder γυιοδάμος, η, ον, Glieder ermüdend; Pind. Isthm. 5, 59 ἐν γυιοδάμαις, unter den Ringern, oder mit dem folgenden χερσί zu verb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοδάμας -α, ὁ [γυῖον, δάμνημι] Dor. atleet.

Russian (Dvoretsky)

γυιοδάμᾱς: ου (δᾰ) adj. утомляющий члены: ἐν γυιοδάμαις χερσί Pind. = ἐν παγκρατίῳ.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοδάμας: ὁ, Δωρ., δαμάζων τὰ μέλη, ἐν γυιοδάμαις = μεταξὺ τῶν ἀθλητῶν, Πίνδ. Ι. 5 (4). 75. Κατὰ τὸν Herm. ἐν γυιοδάμαις... χερσὶν (ἐξ ἐπιθέτου γυιοδάμος γυιοδάμη).

English (Slater)

γυιοδᾰμας: conquering with his limbs pro subs., of a pankratist. αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (expectes -ασι) (I. 5.59)

Greek Monolingual

γυιοδάμας, ο (Α)
αυτός που δαμάζει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -δάμας < δάμνημι «δαμάζω» (πρβλ. λεοντοδάμας, τοξοδάμας)].