γυναικικός
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ή,όν, womanish, Arist. Pr.895a32, GA766b32 (Comp.); γυναικικώτεροι γίνονται οἱ μαστοί more like those of women, Id.HA582a13. Adv. γυναικικῶς = effeminately, womanishly Suid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de la mujer ἐπιθυμία γ. deseo de mujer, pasión por una mujer Pall.H.Laus.23.1.
2 afeminado εὐνοῦχοι Arist.Pr.895a32
•de aspecto femenino τὰ μὲν ὑγρότερα τῶν σωμάτων καὶ γυναικικώτερα θηλυγόνα μᾶλλον Arist.GA 766b32, cf. HA 582a13, κόμαι Epiph.Const.Haer.80.6.5, ἦθος Eust.643.55.
2 adv. γυναικικῶς femenilmente γ. οὐδὲ τούτῳ ἀρέσκεται Sch.A.Ch.363-364, cf. Sud.s.u. κορικῶς, Eust.843.49.
German (Pape)
[Seite 510] weibisch, weiblich, Arist. H. A. 7, 1.
Russian (Dvoretsky)
γυναικικός: Arst. = γυναικεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικικός: -ή, -όν, θηλυπρεπής, θῆλυς, Ἀριστ. Γεν. Ζ.4.2,1· γυναικικώτεροι γίνοντια οἱ μαστοί, ὁμοιότεροι πρὸς τοὺς τῶν γυναικῶν, ὁ αὐτ. Ἱ.Ζ.7.1,15.
Greek Monolingual
γυναικικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο γυναικείο φύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρικός)].