δατήριος
English (LSJ)
α, ον, dividing, distributing, χρημάτων A.Th.711.
Spanish (DGE)
(δᾰτήριος) -ον
que parte, que divide ὄψεις, πατρῴων χρημάτων δατήριοι visiones (aparecidas en sueños) que dividen la herencia de mi padre dice Eteocles, A.Th.711.
German (Pape)
[Seite 524] zerteilend, χρημάτων Aesch. Spt. 711.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage, qui distribue, gén..
Étymologie: δατέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δατήριος -ον [δατέομαι] verdelend, met gen. obj.: πατρῴων χρημάτων δατήριοι die het vaderlijk vermogen verdelen Aeschl. Sept. 711.
Russian (Dvoretsky)
δᾰτήριος: делящий: πατρῴων χρημάτων δατήριοι Aesch. производящие раздел отцовского наследия.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰτήριος: -α, -ον, διαιρῶν, διανέμων, διαμοιράζων, Αἰσχ. Θήβ. 711.
Greek Monolingual
δατήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που διανέμει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δατητήριος, με συλλαβική ανομοίωση < (θ.) δατη- του δατέομαι].
Greek Monotonic
δᾰτήριος: -α, -ον, διαχωριστικός, διαιρετικός, διαμεριστικός, σε Αισχύλ.