δειλόομαι
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
Pass., to be afraid, read by Nicanor in S.Ichn.150, cf. LXX 1 Ma.16.6, D.S.20.78.
Spanish (DGE)
1 intr. acobardarse, asustarse οὐκ εἰς φυγὴν κλίνοντος, οὐ δειλ[ο] υμένου S.Fr.314.156, τότε δειλωθείς ... παρεχώρησε τοῖς πολεμίοις τῆς τυραννίδος D.S.20.78, ἐκπεσεῖν τῆς προσευχῆς δειλωθέντα A.Paul.2.8.
2 tr. tener miedo de τὸ ὅρμημα αὐτῶν μὴ δειλωθῆτε LXX 1Ma.4.8, c. inf. καὶ εἶδεν τὸν λαὸν δειλούμενον διαπερᾶσαι τὸν χειμάρρουν LXX 1Ma.16.6.
German (Pape)
[Seite 537] furchtsam werden, zagen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δειλόομαι: παθ., φοβοῦμαι, Μακκ. 1. 16, διάφ. γραφ. ἐν Διοδ. 20. 78.