δενδροτομία
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ἡ, laying waste, Ph.2.401,548 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
tala, devastación del territorio enemigo en campañas militares ἀνέχειν δενδροτομιῶν καὶ δῃώσεων abstenerse de talas y de asolamientos Ph.2.401, cf. 548, ἡ δ. τῶν Ἀχαρνῶν Synes.Calu.1
•gener. tala de un árbol para aprovechar la madera en otoño, Sch.Hes.Op.421a.
German (Pape)
[Seite 546] ἡ, das Fällen der Bäume, Sp.
Greek Monolingual
η (AM δεντροτομία) δενδροτομώ
το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία
νεοελλ.
η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων
αρχ.
η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων.